ὄχθος: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(13_6a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ὁ, Erderhöhung, Hügel; H. h. Apoll. 17; [[Κρόνιος]], Pind. Ol. 9, 3 N. 11, 25; [[ὑψηλός]], Aesch. Pers. 459; Uferrand, Gestade, Ag. 1133; τύμβου ἐπ' ὄχθῳ, Ch. 4; Ar. Ran. 1170; auch ohne Zusatz für Grabhügel, Aesch. Pers. 639. 650; Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων, Soph. Phil. 719; Trach. 521; Ἰσμήνιον παρ' ὄχθον, Eur. Suppl. 655; [[Αἰτναῖος]], Cycl. 114, öfter; in Prosa, ἱζόμενον ἐπὶ Διὸς Λυκαίου ὄχθον, Her. 4, 203, vgl. 8, 52. 9, 25; Sp., wie Pol. 18, 3, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ὁ, Erderhöhung, Hügel; H. h. Apoll. 17; [[Κρόνιος]], Pind. Ol. 9, 3 N. 11, 25; [[ὑψηλός]], Aesch. Pers. 459; Uferrand, Gestade, Ag. 1133; τύμβου ἐπ' ὄχθῳ, Ch. 4; Ar. Ran. 1170; auch ohne Zusatz für Grabhügel, Aesch. Pers. 639. 650; Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων, Soph. Phil. 719; Trach. 521; Ἰσμήνιον παρ' ὄχθον, Eur. Suppl. 655; [[Αἰτναῖος]], Cycl. 114, öfter; in Prosa, ἱζόμενον ἐπὶ Διὸς Λυκαίου ὄχθον, Her. 4, 203, vgl. 8, 52. 9, 25; Sp., wie Pol. 18, 3, 4.
}}
{{ls
|lstext='''ὄχθος''': ὁ [[ὕψωμα]] γῆς, [[ὄχθη]], [[λόφος]], κοινῶς «ὄχτος», πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 17, Πινδ. Ο. 9. 5, [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.· ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἡρόδ. 8. 52· ἐπὶ λόφου ἢ ὑψώματος ἐν γένει, Λατ. tumulus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 647, 659, Χο. 4· - σπανίως ὡς τὸ [[ὄχθη]], ἐπὶ ὄχθης ποταμοῦ, ἴδε [[ὄχθη]] ἐν τέλ.· τὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 774 (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ’ Ἕβρον ποταμόν), οὐδεμία [[ἀνάγκη]] νὰ ἐκληφῇ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας. - ἐν Αἰσχύλ. Χο. 944 ἡ δοτ. ὄχθει (ὡς ἐξ ὀνομ. [[ὄχθος]], -εος, τό) [[εἶναι]] παρεφθαρμένη, - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὄχθος]]· [[κρημνός]], [[πέτρα]], τὸ ὑψηλὸν τοῦ ποταμοῦ ἢ τῆς γῆς ἢ τὸ ἀπόκρημνον [[στόμα]] τῆς θαλάσσης, [[κυρίως]] δὲ ποταμῶν», [[προσέτι]]: «ὄχθοι· αἱ τραχεῖαι... καὶ δύσβατοι τόποι. καὶ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν». ΙΙ. [[οἴδημα]], σαρκῶδες [[ἔκφυμα]] ἐπὶ τοῦ σώματος, Μανέθων 1. 54.
}}
}}

Revision as of 11:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄχθος Medium diacritics: ὄχθος Low diacritics: όχθος Capitals: ΟΧΘΟΣ
Transliteration A: óchthos Transliteration B: ochthos Transliteration C: ochthos Beta Code: o)/xqos

English (LSJ)

ὁ,

   A eminence, bank, hill, first in h.Ap.17, Sapph.Supp.13.11, Pi.O.9.3, freq. in Hdt. (9.25, al.), A. (v. infr.), and E., as Ἄρειος ὄ. IT 961 of the Areopagus, cf. Hdt.8.52; of a barrow or mound, A.Pers. 647, 659 (both lyr.), Ch.4: rarely, like ὄχθη, of a river's bank, v. ὄχθη sub fin. (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ' Ἕβρον ποταμόν Ar.Av.774 need not be taken in this sense).—In A.Ch.954, dat. ὄχθει (as if from ὄχθος, εος, to/) is corrupt.    II tubercle in leprosy, Aret.SD2.13, Ruf. ap. Orib.45.28.3.    2 tubercle on plants, Archig. ap. Gal.12.263, Man. 1.54.

German (Pape)

[Seite 430] ὁ, Erderhöhung, Hügel; H. h. Apoll. 17; Κρόνιος, Pind. Ol. 9, 3 N. 11, 25; ὑψηλός, Aesch. Pers. 459; Uferrand, Gestade, Ag. 1133; τύμβου ἐπ' ὄχθῳ, Ch. 4; Ar. Ran. 1170; auch ohne Zusatz für Grabhügel, Aesch. Pers. 639. 650; Οἴτας ὑπὲρ ὄχθων, Soph. Phil. 719; Trach. 521; Ἰσμήνιον παρ' ὄχθον, Eur. Suppl. 655; Αἰτναῖος, Cycl. 114, öfter; in Prosa, ἱζόμενον ἐπὶ Διὸς Λυκαίου ὄχθον, Her. 4, 203, vgl. 8, 52. 9, 25; Sp., wie Pol. 18, 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὄχθος: ὁ ὕψωμα γῆς, ὄχθη, λόφος, κοινῶς «ὄχτος», πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 17, Πινδ. Ο. 9. 5, συχν. παρ’ Ἡροδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.· ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Ἡρόδ. 8. 52· ἐπὶ λόφου ἢ ὑψώματος ἐν γένει, Λατ. tumulus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 647, 659, Χο. 4· - σπανίως ὡς τὸ ὄχθη, ἐπὶ ὄχθης ποταμοῦ, ἴδε ὄχθη ἐν τέλ.· τὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 774 (ὄχθῳ ἐφεζόμενοι παρ’ Ἕβρον ποταμόν), οὐδεμία ἀνάγκη νὰ ἐκληφῇ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας. - ἐν Αἰσχύλ. Χο. 944 ἡ δοτ. ὄχθει (ὡς ἐξ ὀνομ. ὄχθος, -εος, τό) εἶναι παρεφθαρμένη, - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄχθος· κρημνός, πέτρα, τὸ ὑψηλὸν τοῦ ποταμοῦ ἢ τῆς γῆς ἢ τὸ ἀπόκρημνον στόμα τῆς θαλάσσης, κυρίως δὲ ποταμῶν», προσέτι: «ὄχθοι· αἱ τραχεῖαι... καὶ δύσβατοι τόποι. καὶ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν». ΙΙ. οἴδημα, σαρκῶδες ἔκφυμα ἐπὶ τοῦ σώματος, Μανέθων 1. 54.