ἐγγενής: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(13_6a) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0700.png Seite 700]] ές, eingeboren, einheimisch, Her. 2, 471 [[ξένος]] λόγῳ [[μέτοικος]] [[εἶτα]] δ' ἐγγενὴς φανήσεται Θηβαῖος Soph. O. R. 452; bes. θεοί, wie [[ἐγχώριος]], Stamm-, Landesgötter, Aesch. Spt. 582; Soph. Ant. 199 u. öfter Tragg.; [[κῆδος]] ἐγγενές, angestammt, Aesch. Suppl. 330; [[πόνος]] Ch. 466; ἐγγενές ἐστιν αὐτοῖς ἀγαθοῖς εἶναι Pind. N. 10, 51; τὰ ἐγγενῆ, das Verwandte, Soph. Ant. 659; so Ggstz ἢ δοῦλος ἢ κείνου τις [[ἐγγενής]] O. R. 1168; angeboren, [[νοῦς]] Soph. El. 1328. – Adv. ἐγγενῶς, Soph. O. R. 1225. – Bei B. A. 187. 259 [[ἀστός]] erkl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0700.png Seite 700]] ές, eingeboren, einheimisch, Her. 2, 471 [[ξένος]] λόγῳ [[μέτοικος]] [[εἶτα]] δ' ἐγγενὴς φανήσεται Θηβαῖος Soph. O. R. 452; bes. θεοί, wie [[ἐγχώριος]], Stamm-, Landesgötter, Aesch. Spt. 582; Soph. Ant. 199 u. öfter Tragg.; [[κῆδος]] ἐγγενές, angestammt, Aesch. Suppl. 330; [[πόνος]] Ch. 466; ἐγγενές ἐστιν αὐτοῖς ἀγαθοῖς εἶναι Pind. N. 10, 51; τὰ ἐγγενῆ, das Verwandte, Soph. Ant. 659; so Ggstz ἢ δοῦλος ἢ κείνου τις [[ἐγγενής]] O. R. 1168; angeboren, [[νοῦς]] Soph. El. 1328. – Adv. ἐγγενῶς, Soph. O. R. 1225. – Bei B. A. 187. 259 [[ἀστός]] erkl. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐγγενής''': -ές, ὁ ἐντὸς γεννηθείς, εγχώριος, [[αὐτόχθων]], Λατ. indigena, Ἡρόδ. 2. 47· ἀντίθετον τῷ [[μέτοικος]], ἐγγενὴς Θηβαῖος Σοφ. Ο. Τ. 452· θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς, τοὺς θεοὺς τῆς φυλῆς ἢ τῆς χώρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 582, κτλ., πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 199, Ἠλ. 428. 2) τοῦ [[αὐτοῦ]] γένους, [[συγγενής]], Σοφ. Ο. Τ. 1168, κτλ. (ἐν 1506, ὁ Δινδ. προτείνει ἐκγενεῖς)· ἐγγενὴς [[κηδεία]], [[σχέσις]] πρὸς συγγενῆ, Εὐρ. Ἱκ. 134: - Ἐπίρρ. -νῶς = γνησίως, ἢ συγγενικῶς, Σοφ. Ο. Τ. 1225. ΙΙ. ἐπὶ ἰδιοτήτων, ὁ φύσει ἐνών, ἐμπεφυκώς, [[σύμφυτος]], [[νοῦς]] Σοφ. Ἠλ. 1328· σφίσιν ἐγγενὲς [[ἔμμεν]] ἀγαθοῖς, [[εἶναι]] [[ἴδιον]] τοῦ γένους αὐτῶν νὰ [[εἶναι]] ἀγαθοί, Πινδ. Ν. 10. 95· οὕτω, [[πόνος]] ἐγγ., οἰκογενειακός, Αἰσχύλ. Χο. 466· τἀγγενῆ κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1430. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:14, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A native, Αἰγύπτιοι Hdt.2.47; opp. μέτοικος, ἐ. Θηβαῖος S.OT452; θεοὺς τοὺς ἐ. gods of the race or country, A.Th.582, S.Ant.199, cf. El.428; νόμος J.AJ15.7.10. 2 born of the same race, kindred, S.OT1168, 1506, Inscr.Cos124; ἐ. κηδεία connexion with a kinsman, E.Supp.134. Adv. -νῶς like kinsmen, S.OT1225. II of qualities, inborn, innate, νοῦς Id.El.1328; σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν 'tis in their race to be good athletes, Pi.N.10.51; πόνος ἐ. in the family, A.Ch.466 (lyr.); τἀγγενῆ κακά S.OT1430. III = Lat. ingenuus, PGnom.29.
German (Pape)
[Seite 700] ές, eingeboren, einheimisch, Her. 2, 471 ξένος λόγῳ μέτοικος εἶτα δ' ἐγγενὴς φανήσεται Θηβαῖος Soph. O. R. 452; bes. θεοί, wie ἐγχώριος, Stamm-, Landesgötter, Aesch. Spt. 582; Soph. Ant. 199 u. öfter Tragg.; κῆδος ἐγγενές, angestammt, Aesch. Suppl. 330; πόνος Ch. 466; ἐγγενές ἐστιν αὐτοῖς ἀγαθοῖς εἶναι Pind. N. 10, 51; τὰ ἐγγενῆ, das Verwandte, Soph. Ant. 659; so Ggstz ἢ δοῦλος ἢ κείνου τις ἐγγενής O. R. 1168; angeboren, νοῦς Soph. El. 1328. – Adv. ἐγγενῶς, Soph. O. R. 1225. – Bei B. A. 187. 259 ἀστός erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγενής: -ές, ὁ ἐντὸς γεννηθείς, εγχώριος, αὐτόχθων, Λατ. indigena, Ἡρόδ. 2. 47· ἀντίθετον τῷ μέτοικος, ἐγγενὴς Θηβαῖος Σοφ. Ο. Τ. 452· θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς, τοὺς θεοὺς τῆς φυλῆς ἢ τῆς χώρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 582, κτλ., πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 199, Ἠλ. 428. 2) τοῦ αὐτοῦ γένους, συγγενής, Σοφ. Ο. Τ. 1168, κτλ. (ἐν 1506, ὁ Δινδ. προτείνει ἐκγενεῖς)· ἐγγενὴς κηδεία, σχέσις πρὸς συγγενῆ, Εὐρ. Ἱκ. 134: - Ἐπίρρ. -νῶς = γνησίως, ἢ συγγενικῶς, Σοφ. Ο. Τ. 1225. ΙΙ. ἐπὶ ἰδιοτήτων, ὁ φύσει ἐνών, ἐμπεφυκώς, σύμφυτος, νοῦς Σοφ. Ἠλ. 1328· σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀγαθοῖς, εἶναι ἴδιον τοῦ γένους αὐτῶν νὰ εἶναι ἀγαθοί, Πινδ. Ν. 10. 95· οὕτω, πόνος ἐγγ., οἰκογενειακός, Αἰσχύλ. Χο. 466· τἀγγενῆ κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1430.