ἀκραγής: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(6_7)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)kragh/s
|Beta Code=a)kragh/s
|Definition=ές, (κράζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not barking</b>, <b class="b3">ἀκραγεῖς κύνες</b>, of gryphons, <span class="bibl">A. <span class="title">Pr.</span>803</span>. Hsch. expl. <b class="b3">ἀκραγές</b> by <b class="b3">δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον</b>, cf. [[ἄκραγγες]] (leg. <b class="b3">ἀκραγές</b>) · ἀκρόχολον <span class="title">AB</span>369.</span>
|Definition=ές, (κράζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not barking</b>, <b class="b3">ἀκραγεῖς κύνες</b>, of gryphons, <span class="bibl">A. <span class="title">Pr.</span>803</span>. Hsch. expl. <b class="b3">ἀκραγές</b> by <b class="b3">δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον</b>, cf. [[ἄκραγγες]] (leg. <b class="b3">ἀκραγές</b>) · ἀκρόχολον <span class="title">AB</span>369.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἀκρᾰγής''': -ές, ([[κράζω]]) ὁ μὴ ὑλακτῶν, ἀκραγεῖς κύνες, ἐπὶ τῶν γρυπῶν· (ὡς πῦρ ἀνήφαιστον, κτλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 803. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀκραγὲς διὰ τοῦ δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, καὶ ἐν Α. Β. 369 ἀναγινώσκομεν ἄκραγγες (ἀναγίνωσκε ἀκραγές), ἀκρόχολον, κτλ. [[ὁπόθεν]] ὁ Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 452 ὑποπτεύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σύνθετος]] ἐκ τῶν [[ἄκρος]], [[ἄγος]]· ὁ δὲ Ἕρμανν. ἐκ τῶν [[ἄκρος]], ἄγη· πρβλ. [[ἀκλαγγί]].
}}
}}

Revision as of 11:25, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκραγής Medium diacritics: ἀκραγής Low diacritics: ακραγής Capitals: ΑΚΡΑΓΗΣ
Transliteration A: akragḗs Transliteration B: akragēs Transliteration C: akragis Beta Code: a)kragh/s

English (LSJ)

ές, (κράζω)

   A not barking, ἀκραγεῖς κύνες, of gryphons, A. Pr.803. Hsch. expl. ἀκραγές by δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, cf. ἄκραγγες (leg. ἀκραγές) · ἀκρόχολον AB369.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾰγής: -ές, (κράζω) ὁ μὴ ὑλακτῶν, ἀκραγεῖς κύνες, ἐπὶ τῶν γρυπῶν· (ὡς πῦρ ἀνήφαιστον, κτλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 803. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀκραγὲς διὰ τοῦ δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, καὶ ἐν Α. Β. 369 ἀναγινώσκομεν ἄκραγγες (ἀναγίνωσκε ἀκραγές), ἀκρόχολον, κτλ. ὁπόθεν ὁ Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 452 ὑποπτεύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τῶν ἄκρος, ἄγος· ὁ δὲ Ἕρμανν. ἐκ τῶν ἄκρος, ἄγη· πρβλ. ἀκλαγγί.