ἀληθινός: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0094.png Seite 94]] ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, [[στράτευμα]], ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; [[μαρτυρία]] 29, 15; [[ἀπόφασις]] Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, [[σοφία]] καὶ [[ἀρετή]] Theaet. 176 c; [[βασιλεύς]] Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληθινῶς, Isocr., im Ggstz von οὐ γλίσχρως, im Ggstz von [[πεπλασμένως]], Bato com. Stob. Flor. 6, 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0094.png Seite 94]] ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, [[στράτευμα]], ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; [[μαρτυρία]] 29, 15; [[ἀπόφασις]] Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, [[σοφία]] καὶ [[ἀρετή]] Theaet. 176 c; [[βασιλεύς]] Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληθινῶς, Isocr., im Ggstz von οὐ γλίσχρως, im Ggstz von [[πεπλασμένως]], Bato com. Stob. Flor. 6, 29.
}}
{{ls
|lstext='''ἀληθινός''': -ή, -όν, [[σύμφωνος]] τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, [[φιλαλήθης]], [[ἀξιόπιστος]], Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[πραγματικός]], [[ἀληθής]], [[γνήσιος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· [[πέλαγος]], Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. 4· [[οὕτως]] ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, [[ὅπως]] καταστῇ «σωστὸς» [[ἀνήρ]], Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., [[εἶναι]] ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθῐνός Medium diacritics: ἀληθινός Low diacritics: αληθινός Capitals: ΑΛΗΘΙΝΟΣ
Transliteration A: alēthinós Transliteration B: alēthinos Transliteration C: alithinos Beta Code: a)lhqino/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A agreeable to truth:    1 of persons, truthful, trusty, στράτευμα, φίλοι, X.An.1.9.17, D.9.12, cf. Posidipp.26. Adv. -νῶς, φιλεῖν X.Smp.9.5: Sup. -ώτατα Plb.39.37.    2 of things, true, genuine, Pl.R.499c, Arist.EN1107a31 (Comp.); esp. of purple, πορφυρίς X.Oec.10.3, cf. Edict.Diocl.24.6; ἰχθύς Amph.26; πέλαγος Men.65; λόγος Id.Sam.114; τὰ ἀ. real objects, opp. τὰ γεγραμμένα, Arist.Pol.1281b12; of persons, ἐς ἀ. ἄνδρ' ἀποβῆναι to turn out a genuine man, Theoc.13.15: Astron., true (opp. φαινόμενος apparent), of risings and settings, Autol.1 Def.1, al.    II Adv. -νῶς truly, really, opp. γλίσχρως, Isoc.5.142; ζῶντα ἀ. really alive, Pl.Ti.19b; ἀ. γεγάμηκεν ; Antiph.221.    2 honestly, straightforwardly, OGI 223.17 (Erythrae).

German (Pape)

[Seite 94] ή, όν, aufrichtig, wahrhaft, στράτευμα, ein zuverlässiges Heer, Xen. An. 1, 9, 17; φίλοι Dem. 9, 12; μαρτυρία 29, 15; ἀπόφασις Dinarch. 1, 59. – Gewöhnl. witklich, ächt, σοφία καὶ ἀρετή Theaet. 176 c; βασιλεύς Polit. 259 a u. Folgende. – Adv. ἀληθινῶς, Isocr., im Ggstz von οὐ γλίσχρως, im Ggstz von πεπλασμένως, Bato com. Stob. Flor. 6, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθινός: -ή, -όν, σύμφωνος τῇ ἀληθείᾳ. 1) ἐπὶ προσώπων, φιλαλήθης, ἀξιόπιστος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 17, Δημ. 113, 27. 2) ἐπὶ πραγμάτων, πραγματικός, ἀληθής, γνήσιος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ προσποιητὸν ἢ πλαστόν, μὴ γνήσιον, Πλατ. Πολ. 499C, κτλ. ἰχθύς, Ἄμφις ἐν «Λευκάδι» 1· πέλαγος, Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ ἢ Αὐληλητρίδι» 1. 5, τὰ ἀλ., τὰ πραγματικά, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ τὰ γεγραμμένα, Ἀριστ. Πολ. 3. 11. 4· οὕτως ἐπὶ προσώπων, ἐς ἀλ. ἄνδρ’ ἀποβῆναι, ὅπως καταστῇ «σωστὸς» ἀνήρ, Θεόκρ. 13. 15: ― Ἐπίρρ. -νῶς, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Ἰσοκρ. 111Β, Πλάτ., κτλ., ζῆν ἀλ., εἶναι ἀληθῶς ζῶντα, Πλάτ. Τίμ. 19Β· ἀληθινῶς γεγάμηκεν...; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοπάτορι» 1.