ἀναπείθω: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] 1) zu etwas Anderem überreden, umstimmen, Plat. Gorg. 493 a Hipp. min. 370 a. – 2) überreden, zu etwas bewegen, τοὺς ἀκούοντας δρᾶν τοῦτο Plat. Theaet. 166 c, wie schon Her. 7, 123; τινά τι, Ar. Nubb. 77; γνώμην ἀναπείσας Av. 460; χρήμασι, δώροις, bestechen, Pax 605; Xen. Cyr. 1, 5, 4, wo diesem πείθειν λόγοις entgegensteht; verführen, Mem. 3, 11, 10; Symp. 8, 20; aufwiegeln, Batrach. 122.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] 1) zu etwas Anderem überreden, umstimmen, Plat. Gorg. 493 a Hipp. min. 370 a. – 2) überreden, zu etwas bewegen, τοὺς ἀκούοντας δρᾶν τοῦτο Plat. Theaet. 166 c, wie schon Her. 7, 123; τινά τι, Ar. Nubb. 77; γνώμην ἀναπείσας Av. 460; χρήμασι, δώροις, bestechen, Pax 605; Xen. Cyr. 1, 5, 4, wo diesem πείθειν λόγοις entgegensteht; verführen, Mem. 3, 11, 10; Symp. 8, 20; aufwiegeln, Batrach. 122.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναπείθω''': μέλλ. -πείσω, [[καταπείθω]] τινὰ καὶ προσελκύω αὐτὸν πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 52, καὶ ἀλλ.: - Παθ., Θουκ. 1. 84. 2) ἐν γένει, [[ἁπλῶς]] [[καταπείθω]] τινά, παρακινῶ αὐτὸν νὰ πράξῃ τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 124, 156, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ., ἑπομένου συνδέσμου, ἀναπείθ. ὡς χρή... ὁ αὐτ. 1.123· [[ὡσαύτως]], ἀναπείθ. λόγῳ [[ὅκως]]..., 1. 37· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., ἀναπείθ. τινά τι, [[καταπείθω]] τινὰ ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Ἀριστοφ. Νεφ. 77. 3) ἀποπλανῶ, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἡρόδ. 3.148., 5. 66, Ξεν., κτλ., πληρέστερον, ἀν. χρήμασι, δώροις, [[διαφθείρω]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 622, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· [[χρυσίον]] διδοὺς ἀναπείσεις [[ὅπως]]... Ἀριστοφ. Ἱππ. 473: - Παθ., ἀναπεπεισμένος, διεφθαρμένος διὰ χρημάτων, δωροδοκήσας, δηλ. δεχθεὶς δῶρα, ὁ αὐτ. Σφ. 101· πρβλ. [[πείθω]] ΙΙ. 3.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπείθω Medium diacritics: ἀναπείθω Low diacritics: αναπείθω Capitals: ΑΝΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: anapeíthō Transliteration B: anapeithō Transliteration C: anapeitho Beta Code: a)napei/qw

English (LSJ)

(Arc. ἀμπ- SIG306.59),

   A persuade, convince, X.Mem.1.2.52, al.:—Pass., Th.1.84.    2 persuade, move to do a thing, c. acc. pers. et inf., Hdt.1.124,156, etc.; foll. by Conj., ἀ. ὡς χρή . . Id.1.123; ἀ. λόγῳ ὅκως . . 1.37: c. dupl. acc., ἀ. τινά τι persuade one of a thing, Ar.Nu.77, cf. AP9.438 (Phil.).    3 seduce, mislead, τινά Hdt.3.148, 5.66, etc.; ἀ. χρήμασι, δώροις, bribe, Ar.Pax622, X.Cyr. 1.5.3; χρυσίον διδοὺς ἀναπείσεις ὅπως . . Ar.Eq.473, cf. PMagd.14.3, Act.Ap.18.13:—Pass., ἀναπεπεισμένος bribed, Ar.V.101.

German (Pape)

[Seite 201] 1) zu etwas Anderem überreden, umstimmen, Plat. Gorg. 493 a Hipp. min. 370 a. – 2) überreden, zu etwas bewegen, τοὺς ἀκούοντας δρᾶν τοῦτο Plat. Theaet. 166 c, wie schon Her. 7, 123; τινά τι, Ar. Nubb. 77; γνώμην ἀναπείσας Av. 460; χρήμασι, δώροις, bestechen, Pax 605; Xen. Cyr. 1, 5, 4, wo diesem πείθειν λόγοις entgegensteht; verführen, Mem. 3, 11, 10; Symp. 8, 20; aufwiegeln, Batrach. 122.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπείθω: μέλλ. -πείσω, καταπείθω τινὰ καὶ προσελκύω αὐτὸν πρὸς τὸ μέρος μου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 52, καὶ ἀλλ.: - Παθ., Θουκ. 1. 84. 2) ἐν γένει, ἁπλῶς καταπείθω τινά, παρακινῶ αὐτὸν νὰ πράξῃ τι, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 124, 156, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ., ἑπομένου συνδέσμου, ἀναπείθ. ὡς χρή... ὁ αὐτ. 1.123· ὡσαύτως, ἀναπείθ. λόγῳ ὅκως..., 1. 37· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἀναπείθ. τινά τι, καταπείθω τινὰ ὡς πρός τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 77. 3) ἀποπλανῶ, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἡρόδ. 3.148., 5. 66, Ξεν., κτλ., πληρέστερον, ἀν. χρήμασι, δώροις, διαφθείρω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 622, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· χρυσίον διδοὺς ἀναπείσεις ὅπως... Ἀριστοφ. Ἱππ. 473: - Παθ., ἀναπεπεισμένος, διεφθαρμένος διὰ χρημάτων, δωροδοκήσας, δηλ. δεχθεὶς δῶρα, ὁ αὐτ. Σφ. 101· πρβλ. πείθω ΙΙ. 3.