συγκινέω: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(c1)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0967.png Seite 967]] mit bewegen; Pol. 15, 17, 1; Luc. pro merc. cond. 5 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0967.png Seite 967]] mit bewegen; Pol. 15, 17, 1; Luc. pro merc. cond. 5 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''συγκῑνέω''': κινῶ [[ὁμοῦ]], συγκινῶ ἢ [[συνταράσσω]], Πολυβ. 15. 17, 1, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 12. ― Παθ., κινοῦμαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Τοπ. 2. 7, 5, Προβλ. 18. 42, 4, κτλ.· σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Πλούτ. 2. 704D. ― τὸ συγκεκινημένον, ἡ [[συγκίνησις]], Λογγῖν. 15· συγκεκ. λόγοι ὁ αὐτ. 29. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., Ἀριστ. Προβλ. 27. 11, 2.
}}
}}

Revision as of 11:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῑνέω Medium diacritics: συγκινέω Low diacritics: συγκινέω Capitals: ΣΥΓΚΙΝΕΩ
Transliteration A: synkinéō Transliteration B: synkineō Transliteration C: sygkineo Beta Code: sugkine/w

English (LSJ)

   A stir up or excite, Plb.15.17.1, Act.Ap.6.12; stir up a mixture, Gal.13.1041:—Pass., move along with or together, Arist.Top. 113a30, Pr.921b28, Gal.16.520, etc.; σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Plu.2.704d; τὸ συγκεκινημένον sympathetic emotion, Longin.15.2; συγκεκ. λόγοι Id.29.2.    II apparently intr., Arist.Pr.949a19 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 967] mit bewegen; Pol. 15, 17, 1; Luc. pro merc. cond. 5 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκῑνέω: κινῶ ὁμοῦ, συγκινῶ ἢ συνταράσσω, Πολυβ. 15. 17, 1, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 12. ― Παθ., κινοῦμαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Ἀριστ. Τοπ. 2. 7, 5, Προβλ. 18. 42, 4, κτλ.· σ. κινήσεις ἀνελευθέρους Πλούτ. 2. 704D. ― τὸ συγκεκινημένον, ἡ συγκίνησις, Λογγῖν. 15· συγκεκ. λόγοι ὁ αὐτ. 29. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., Ἀριστ. Προβλ. 27. 11, 2.