λήκυθος: Difference between revisions
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λήκῠθος''': ἡ, ἐλαιδόχον [[ἀγγεῖον]], κοινῶς «ῥοΐ», [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν [[ἔλαιον]] Ὀδ. Ζ. 79, πρβλ. 215, Ἀριστοφ. Πλ. 810, κτλ.· [[μυροθήκη]], ἀρωματοθήκη, κτλ., Λατ. arcula pigmentorum, Σοφ. Ἀποσπ. 133· αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ἀριστοφ. Πλ. 810, πρβλ. Bgk. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14 (παρὰ Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 1043)· -ἐζωγραφημένα ἀγγεῖα τοιούτου εἴδους συνεθάπτοντο ἢ συνεκαίοντο [[μετὰ]] τοῦ νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 538, 996, 1032, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8337, 8346k· - παρὰ Σιμων. 15, Ζακύνθῳ διορθοῦται ἀντὶ λακύθῳ. 2) ἐν τῷ πληθ., ῥητορικὰ σχήματα, [[ἐπιτήδευσις]] περὰ τὸν λόγον, ῥητορικὸς [[καλλωπισμός]], τραγικαὶ φράσεις, Κικ. π. Ἀττ. 1. 14, 3, Πλιν. Ἐπιστ. 1. 2· πρβλ. λυκήθειος, [[ληκυθίζω]], [[ἐπιληκυθίστρια]]· [[οὕτως]] ampullae, ampullari παρ’ Horat. Λ. Ρ. 97, Epistt. 1. 3, 141. - ἡ [[χρῆσις]] αὕτη τῆς λέξεως φαίνεται ὅτι κατέστη [[παροιμιώδης]] ἐκ τοῦ σκώμματος περὶ τῶν στίχων τοῦ Εὐριπίδ. παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1200-1247, πρβλ. [[ληκύθιον]] ΙΙ. ΙΙ. ὁ προέχων [[χόνδρος]] τοῦ λάρυγγος, τὸ [[μῆλον]] τοῦ Ἀδάμ, τὸ «καρῦδι», ἀλλαχοῦ [[βρόχθος]], Λατ. gurgulio, Κλέαρχ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἱππ. Ἐλάττ. 368C. | |lstext='''λήκῠθος''': ἡ, ἐλαιδόχον [[ἀγγεῖον]], κοινῶς «ῥοΐ», [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν [[ἔλαιον]] Ὀδ. Ζ. 79, πρβλ. 215, Ἀριστοφ. Πλ. 810, κτλ.· [[μυροθήκη]], ἀρωματοθήκη, κτλ., Λατ. arcula pigmentorum, Σοφ. Ἀποσπ. 133· αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ἀριστοφ. Πλ. 810, πρβλ. Bgk. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14 (παρὰ Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 1043)· -ἐζωγραφημένα ἀγγεῖα τοιούτου εἴδους συνεθάπτοντο ἢ συνεκαίοντο [[μετὰ]] τοῦ νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 538, 996, 1032, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8337, 8346k· - παρὰ Σιμων. 15, Ζακύνθῳ διορθοῦται ἀντὶ λακύθῳ. 2) ἐν τῷ πληθ., ῥητορικὰ σχήματα, [[ἐπιτήδευσις]] περὰ τὸν λόγον, ῥητορικὸς [[καλλωπισμός]], τραγικαὶ φράσεις, Κικ. π. Ἀττ. 1. 14, 3, Πλιν. Ἐπιστ. 1. 2· πρβλ. λυκήθειος, [[ληκυθίζω]], [[ἐπιληκυθίστρια]]· [[οὕτως]] ampullae, ampullari παρ’ Horat. Λ. Ρ. 97, Epistt. 1. 3, 141. - ἡ [[χρῆσις]] αὕτη τῆς λέξεως φαίνεται ὅτι κατέστη [[παροιμιώδης]] ἐκ τοῦ σκώμματος περὶ τῶν στίχων τοῦ Εὐριπίδ. παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1200-1247, πρβλ. [[ληκύθιον]] ΙΙ. ΙΙ. ὁ προέχων [[χόνδρος]] τοῦ λάρυγγος, τὸ [[μῆλον]] τοῦ Ἀδάμ, τὸ «καρῦδι», ἀλλαχοῦ [[βρόχθος]], Λατ. gurgulio, Κλέαρχ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἱππ. Ἐλάττ. 368C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> petit vase, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> burette à huile;<br /><b>2</b> lécythe, fiole à parfums, à onguents;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> enflure de style, mots emphatiques, style ampoulé (<i>cf. lat.</i> ampulla);<br /><b>II.</b> cartilage saillant de la gorge, pomme d’Adam (<i>d’ord.</i> [[βρόχθος]]).<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. qui risque d’être emprunté. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
(Dor. λάκυθος [ᾱ] IG42(1).123.130 (Epid., iv B.C.)), ἡ,
A oil-flask, δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Od.6.79, cf. 215, Hp. Morb.4.51, Ph.Bel.102.41, etc.; casket for unguents, cosmetics, etc., S.Fr.130; αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ar.Pl.810, cf. Fr.207; buried or burnt with the dead, Id.Ec.538, 996, 1032, cf. IG14.865, CIG 8346k. 2 in pl., rhetorical bombast, Cic.Att.1.14.3, Plin.Ep.1.2.4. II projecting cartilage on the gullet, Adam's apple, = βρόχθος, Clearch.72.
Greek (Liddell-Scott)
λήκῠθος: ἡ, ἐλαιδόχον ἀγγεῖον, κοινῶς «ῥοΐ», ἀγγεῖον ἐλαίου, δῶκε δὲ χρυσείῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον Ὀδ. Ζ. 79, πρβλ. 215, Ἀριστοφ. Πλ. 810, κτλ.· μυροθήκη, ἀρωματοθήκη, κτλ., Λατ. arcula pigmentorum, Σοφ. Ἀποσπ. 133· αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι Ἀριστοφ. Πλ. 810, πρβλ. Bgk. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14 (παρὰ Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 1043)· -ἐζωγραφημένα ἀγγεῖα τοιούτου εἴδους συνεθάπτοντο ἢ συνεκαίοντο μετὰ τοῦ νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 538, 996, 1032, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8337, 8346k· - παρὰ Σιμων. 15, Ζακύνθῳ διορθοῦται ἀντὶ λακύθῳ. 2) ἐν τῷ πληθ., ῥητορικὰ σχήματα, ἐπιτήδευσις περὰ τὸν λόγον, ῥητορικὸς καλλωπισμός, τραγικαὶ φράσεις, Κικ. π. Ἀττ. 1. 14, 3, Πλιν. Ἐπιστ. 1. 2· πρβλ. λυκήθειος, ληκυθίζω, ἐπιληκυθίστρια· οὕτως ampullae, ampullari παρ’ Horat. Λ. Ρ. 97, Epistt. 1. 3, 141. - ἡ χρῆσις αὕτη τῆς λέξεως φαίνεται ὅτι κατέστη παροιμιώδης ἐκ τοῦ σκώμματος περὶ τῶν στίχων τοῦ Εὐριπίδ. παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1200-1247, πρβλ. ληκύθιον ΙΙ. ΙΙ. ὁ προέχων χόνδρος τοῦ λάρυγγος, τὸ μῆλον τοῦ Ἀδάμ, τὸ «καρῦδι», ἀλλαχοῦ βρόχθος, Λατ. gurgulio, Κλέαρχ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἱππ. Ἐλάττ. 368C.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. petit vase, particul. :
1 burette à huile;
2 lécythe, fiole à parfums, à onguents;
3 fig. enflure de style, mots emphatiques, style ampoulé (cf. lat. ampulla);
II. cartilage saillant de la gorge, pomme d’Adam (d’ord. βρόχθος).
Étymologie: DELG t. techn. qui risque d’être emprunté.