κύμβαχος: Difference between revisions
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύμβᾰχος''': -ον, ([[κύμβη]] Β, [[κύπτω]]) ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, «[[κατακέφαλα]]», Λατ. pronus, ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσι Ἰλ. Ε. 586· κ. ἐπ’ ὤμους Ἡλιόδ. σ. 431 ἔκδ. Κοραῆ· πρβλ. Λυκόφρ. 66, Εὐστ. 584. 16· ― ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ κορυφὴ περικεφαλαίας, [[ὅπου]] ἐτίθετο ὁ [[λόφος]], [[κόρυθος]]... ἱπποδασείης [[κύμβαχος]] ἀκρότατος Ἰλ. Λ. 536. | |lstext='''κύμβᾰχος''': -ον, ([[κύμβη]] Β, [[κύπτω]]) ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, «[[κατακέφαλα]]», Λατ. pronus, ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσι Ἰλ. Ε. 586· κ. ἐπ’ ὤμους Ἡλιόδ. σ. 431 ἔκδ. Κοραῆ· πρβλ. Λυκόφρ. 66, Εὐστ. 584. 16· ― ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ κορυφὴ περικεφαλαίας, [[ὅπου]] ἐτίθετο ὁ [[λόφος]], [[κόρυθος]]... ἱπποδασείης [[κύμβαχος]] ἀκρότατος Ἰλ. Λ. 536. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tombe <i>ou</i> se précipite la tête la première;<br /><b>2</b> ὁ [[κύμβαχος]] cimier d’un casque.<br />'''Étymologie:''' R. Κυφ, v. [[κύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (κύμβη B)
A head-foremost, tumbling, ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν Il.5.586; κ. ἐπ' ὤμους Hld.10.30, cf. Lyc.66, Eust.584.16. II Subst., ὁ, crown of a helmet, κόρυθος . . ἱπποδασείης κ. ἀκρότατος Il.15.536.
German (Pape)
[Seite 1530] (vgl. κύμβη u. κυβή), kopfüber, pronus; ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσι Il. 5, 586, was ἐπὶ κεφαλήν erklärt wird; ἐκβράσασα κύμβαχον δέμας Lycophr. 66 u. a. Sp. – Subst. ὁ κύμβαχος, der obere, rund gewölbte Theil des Helms, in welchem der Helmbusch steckt, κόρυθος κύμβαχον ἀκρότατον νύξε Il. 15, 535, Helmspitze.
Greek (Liddell-Scott)
κύμβᾰχος: -ον, (κύμβη Β, κύπτω) ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, «κατακέφαλα», Λατ. pronus, ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσι Ἰλ. Ε. 586· κ. ἐπ’ ὤμους Ἡλιόδ. σ. 431 ἔκδ. Κοραῆ· πρβλ. Λυκόφρ. 66, Εὐστ. 584. 16· ― ἴδε ἐν λ. κυβιστάω. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ κορυφὴ περικεφαλαίας, ὅπου ἐτίθετο ὁ λόφος, κόρυθος... ἱπποδασείης κύμβαχος ἀκρότατος Ἰλ. Λ. 536.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui tombe ou se précipite la tête la première;
2 ὁ κύμβαχος cimier d’un casque.
Étymologie: R. Κυφ, v. κύπτω.