ἀγελάρχης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγελάρχης''': -ου, (ἄρχω) ὁ ὁδηγὸς ὁμάδος, [[ἀρχηγός]], Πλουτ. Ῥωμ. 6· ἀγ. Ταῦρος. Λουκ. Ἔρωτ. 22: -αρχος, ὁ, Φίλων 2, 144. –αρχία, ἡ, ἀρχηγία ἀγέλης· Κ. Μανασ. σ. 91. | |lstext='''ἀγελάρχης''': -ου, (ἄρχω) ὁ ὁδηγὸς ὁμάδος, [[ἀρχηγός]], Πλουτ. Ῥωμ. 6· ἀγ. Ταῦρος. Λουκ. Ἔρωτ. 22: -αρχος, ὁ, Φίλων 2, 144. –αρχία, ἡ, ἀρχηγία ἀγέλης· Κ. Μανασ. σ. 91. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />chef, conducteur d’un troupeau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγέλη]], [[ἄρχω]], être à la tête. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἄρχω)
A leader of a flock or herd, Procl. in Cra.p.38 P.; ἀ. ταῦρος Luc.Am.22: generally, leader, captain, Plu.Rom.6; τῶν φιλοσοφίας ἐραστῶν Procl. in Prm.p.526S.:—also ἀγέλ-αρχος, ὁ, dub. l. in Ph.2.144.
German (Pape)
[Seite 11] ὁ (ἄρχω), Heerdenführer, ταῦρος Luc. Amor. 22; Schaarenführer, Plut. Rom. 6; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγελάρχης: -ου, (ἄρχω) ὁ ὁδηγὸς ὁμάδος, ἀρχηγός, Πλουτ. Ῥωμ. 6· ἀγ. Ταῦρος. Λουκ. Ἔρωτ. 22: -αρχος, ὁ, Φίλων 2, 144. –αρχία, ἡ, ἀρχηγία ἀγέλης· Κ. Μανασ. σ. 91.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef, conducteur d’un troupeau.
Étymologie: ἀγέλη, ἄρχω, être à la tête.