ἐξέλκω: Difference between revisions
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξέλκω''': ἀόρ. α΄ -είλκυσα, ἀπαρ. -ελκύσαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, 506. ― Παθ. -ελκυσθῇ Ἡρόδ. 2. 70 (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἕλκω]]). Ἕλκω ἔξω, Ἰλ. Ψ. 762 (ἴδε τὴν λ. [[πηνίον]])· [[μετὰ]] γεν. τόπου, Ὀδ. Ε. 432 (ἴδε τὴν λ. [[θαλάμη]])· [[φάσγανον]]... ἐξ. κολεοῦ Εὐρ. Ἑκ. 544· δουλείας ἐξ., σῴζειν ἀπὸ τῆς δουλείας, Λατ. eripere, Πινδ. Π. 1. 146· δύστηνον ἐξέλκων [[πόδα]], περὶ τοῦ Φιλοκτήτου, [[ὅστις]] εἶχεν δεινὸς [[ἕλκος]] εἰς τὸν [[πόδα]], Σοφ. Φιλ. 291· καὶ ἀπολ., ἐξέλκει δὲ (κατὰ τοὺς μὲν ἐξυπακ. [[πόδα]], κατ’ ἄλλους δὲ ἑαυτόν, καὶ κατὰ τὸν Heath [[φάσγανον]]) Εὐρ. Ἀνδρ. 1121· ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς [[θύραζε]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 365 (κατὰ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἐξελῶ)· ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην, ἑλκύσαι αὐτὴν ἔξω τοῦ ἄντρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 294, πρβλ. 307, 315, 506, 511· ― σπανίως παρὰ πεζογράφοις, ὡς παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 515Ε· ἐξελκυσθεὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 19. | |lstext='''ἐξέλκω''': ἀόρ. α΄ -είλκυσα, ἀπαρ. -ελκύσαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, 506. ― Παθ. -ελκυσθῇ Ἡρόδ. 2. 70 (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἕλκω]]). Ἕλκω ἔξω, Ἰλ. Ψ. 762 (ἴδε τὴν λ. [[πηνίον]])· [[μετὰ]] γεν. τόπου, Ὀδ. Ε. 432 (ἴδε τὴν λ. [[θαλάμη]])· [[φάσγανον]]... ἐξ. κολεοῦ Εὐρ. Ἑκ. 544· δουλείας ἐξ., σῴζειν ἀπὸ τῆς δουλείας, Λατ. eripere, Πινδ. Π. 1. 146· δύστηνον ἐξέλκων [[πόδα]], περὶ τοῦ Φιλοκτήτου, [[ὅστις]] εἶχεν δεινὸς [[ἕλκος]] εἰς τὸν [[πόδα]], Σοφ. Φιλ. 291· καὶ ἀπολ., ἐξέλκει δὲ (κατὰ τοὺς μὲν ἐξυπακ. [[πόδα]], κατ’ ἄλλους δὲ ἑαυτόν, καὶ κατὰ τὸν Heath [[φάσγανον]]) Εὐρ. Ἀνδρ. 1121· ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς [[θύραζε]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 365 (κατὰ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἐξελῶ)· ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην, ἑλκύσαι αὐτὴν ἔξω τοῦ ἄντρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 294, πρβλ. 307, 315, 506, 511· ― σπανίως παρὰ πεζογράφοις, ὡς παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 515Ε· ἐξελκυσθεὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés;<br />pour les autres temps, on emploie les temps correspondants de</i> [[ἐξελκύω]];<br />tirer de : τινος d’un lieu ; [[φάσγανον]] κολεοῦ EUR un glaive du fourreau ; <i>abs.</i> tirer péniblement, traîner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἕλκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -έλξω Ar.Eq.365 (Pors.): aor. 1 -είλκῠσα; inf. -ελκύσαι Id.Pax315, 506:—Pass., -ελκυσθῇ Hdt.2.70:— draw, drag out, Il.23.762: c. gen. loci, Od.5.432 (Pass.); φάσγανον . . ἐ. κολεοῦ E.Hec.544; Ἑλλάδ' ἐ. δουλίας rescue from slavery, Pi. P.1.75; δύστηνον ἐ. πόδα, of a lame man, S.Ph.291: abs., without πόδα, of one wounded, E.Andr.1121; ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε Ar. Eq.365 (Pors. for ἐξελῶ) ; ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην drag her out of the cave, Id.Pax294, cf. 315,506; rare in Prose, as Pl.R. 515e; ἐξελκυσθείς Arist.Pol.1311b30; τέχναι τινὰ ἐ. τῆς πενίας Lib. Or.39.14.
German (Pape)
[Seite 876] herausziehen; πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον Il. 23, 762; θαλάμης, aus dem Schlupfwinkel, Od. 5, 432; φάσγανον κολεοῦ Eur. Hec. 544; übertr., Έλλάδα δουλίας Pind. P. 1, 75, aus der Knechtschaft erretten; ἐξελκύσαι, inf. aor., Ar. Paz 315; πόδα πρός τι, den Fuß fortschleppen, Soph. Phil. 291; seltener in Prosa, πρὶν ἐξελκύσειεν εἰς τὸ φῶς Plat. Rep. VII, 515 e; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέλκω: ἀόρ. α΄ -είλκυσα, ἀπαρ. -ελκύσαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, 506. ― Παθ. -ελκυσθῇ Ἡρόδ. 2. 70 (ἴδε τὸ ῥῆμα ἕλκω). Ἕλκω ἔξω, Ἰλ. Ψ. 762 (ἴδε τὴν λ. πηνίον)· μετὰ γεν. τόπου, Ὀδ. Ε. 432 (ἴδε τὴν λ. θαλάμη)· φάσγανον... ἐξ. κολεοῦ Εὐρ. Ἑκ. 544· δουλείας ἐξ., σῴζειν ἀπὸ τῆς δουλείας, Λατ. eripere, Πινδ. Π. 1. 146· δύστηνον ἐξέλκων πόδα, περὶ τοῦ Φιλοκτήτου, ὅστις εἶχεν δεινὸς ἕλκος εἰς τὸν πόδα, Σοφ. Φιλ. 291· καὶ ἀπολ., ἐξέλκει δὲ (κατὰ τοὺς μὲν ἐξυπακ. πόδα, κατ’ ἄλλους δὲ ἑαυτόν, καὶ κατὰ τὸν Heath φάσγανον) Εὐρ. Ἀνδρ. 1121· ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε Ἀριστοφ. Ἱππ. 365 (κατὰ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἐξελῶ)· ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην, ἑλκύσαι αὐτὴν ἔξω τοῦ ἄντρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 294, πρβλ. 307, 315, 506, 511· ― σπανίως παρὰ πεζογράφοις, ὡς παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 515Ε· ἐξελκυσθεὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 19.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
pour les autres temps, on emploie les temps correspondants de ἐξελκύω;
tirer de : τινος d’un lieu ; φάσγανον κολεοῦ EUR un glaive du fourreau ; abs. tirer péniblement, traîner.
Étymologie: ἐξ, ἕλκω.