κατεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεῖπον''': ἀπαρ. κατειπεῖν, ἐν χρήσει ὡς ἀόρ. τοῦ ἐνεστ. [[καταγορεύω]] (κατερῶ [[εἶναι]] ὁ μέλλ.)· καὶ ἐν τῷ τύπῳ κατεῖπα Ἡρόδ. 2. 89, Ἀριστοφ. Εἰρ. 20·- ὁμιλῶ [[ἐναντίον]] ἢ ἐπὶ βλάβῃ τινός, κατηγορῶ, [[κατακρίνω]], τινος Ἡρόδ. 2. 89, Εὐρ. Ἑλ. 898, Ἀριστοφ. Εἰρ. 377, Θεσμ. 340· κ. τινος [[πρός]] τινα Πλάτ. Θεαίτ. 149Α· καὶ [[οὕτως]] (ἐπὶ παιγνιώδους ἐννοίας), Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 33· Ἡσύχ. «κατειπών· διαβαλών». ΙΙ. μετ’ αἰτ., ὁμιλῶ καθαρῶς, [[λέγω]] σαφῶς, [[διακηρύττω]], διηγοῦμαι, Λατ. renunciare, εἴ σοι γάμον [[κατεῖπον]] Εὐρ. Μήδ. 589· τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον Ἀριστοφ. Σφ. 54· τἀν Σάμῳ [[αὐτόθι]] 283· κ. πατέρα, [[κάμνω]] αὐτὸν γνωστόν, Εὐρ. Ἴων 1385· κ. τοὺς ποιήσαντας, τὰ γεγενημένα, [[κατακρίνω]], [[ψέγω]], Ἀνδοκ. 20. 30, 33. 2)ἀπολ., [[λέγω]], διηγοῦμαι, κάτειπέ μοι, εἰπέ μοι καθαρά, δήλωσον, Ἀριστοφ. Νεφ. 156, 224, Πλ. 86·- ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, κ. [[ὅκως]]…, Ἡρόδ. 1. 20· [[πόθεν]]… Ἀριστοφ. Εἰρ. 20· ὅ τι σιωπᾷς, κ. μοι [[αὐτόθι]] 657· πρὸς σὲ κ., ἐφ’ οἷς ἐλύπησάν με Ἰσοκρ. 85D, κτλ.
|lstext='''κατεῖπον''': ἀπαρ. κατειπεῖν, ἐν χρήσει ὡς ἀόρ. τοῦ ἐνεστ. [[καταγορεύω]] (κατερῶ [[εἶναι]] ὁ μέλλ.)· καὶ ἐν τῷ τύπῳ κατεῖπα Ἡρόδ. 2. 89, Ἀριστοφ. Εἰρ. 20·- ὁμιλῶ [[ἐναντίον]] ἢ ἐπὶ βλάβῃ τινός, κατηγορῶ, [[κατακρίνω]], τινος Ἡρόδ. 2. 89, Εὐρ. Ἑλ. 898, Ἀριστοφ. Εἰρ. 377, Θεσμ. 340· κ. τινος [[πρός]] τινα Πλάτ. Θεαίτ. 149Α· καὶ [[οὕτως]] (ἐπὶ παιγνιώδους ἐννοίας), Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 33· Ἡσύχ. «κατειπών· διαβαλών». ΙΙ. μετ’ αἰτ., ὁμιλῶ καθαρῶς, [[λέγω]] σαφῶς, [[διακηρύττω]], διηγοῦμαι, Λατ. renunciare, εἴ σοι γάμον [[κατεῖπον]] Εὐρ. Μήδ. 589· τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον Ἀριστοφ. Σφ. 54· τἀν Σάμῳ [[αὐτόθι]] 283· κ. πατέρα, [[κάμνω]] αὐτὸν γνωστόν, Εὐρ. Ἴων 1385· κ. τοὺς ποιήσαντας, τὰ γεγενημένα, [[κατακρίνω]], [[ψέγω]], Ἀνδοκ. 20. 30, 33. 2)ἀπολ., [[λέγω]], διηγοῦμαι, κάτειπέ μοι, εἰπέ μοι καθαρά, δήλωσον, Ἀριστοφ. Νεφ. 156, 224, Πλ. 86·- ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, κ. [[ὅκως]]…, Ἡρόδ. 1. 20· [[πόθεν]]… Ἀριστοφ. Εἰρ. 20· ὅ τι σιωπᾷς, κ. μοι [[αὐτόθι]] 657· πρὸς σὲ κ., ἐφ’ οἷς ἐλύπησάν με Ἰσοκρ. 85D, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=v. [[κατεῖπα]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεῖπον Medium diacritics: κατεῖπον Low diacritics: κατείπον Capitals: ΚΑΤΕΙΠΟΝ
Transliteration A: kateîpon Transliteration B: kateipon Transliteration C: kateipon Beta Code: katei=pon

English (LSJ)

inf. κατειπεῖν, used as aor. to the pres. καταγορεύω (κατερῶ (v. κατερέω) being the fut.):—also in form κατεῖπα Hdt.2.89, Ar. Pax 20:—

   A speak against or to the prejudice of, accuse, denounce, τινος Ar.Pax 377, Th.340; κ. τινὸς πρός τινα Pl.Tht.149a, cf. X.Mem.2.6.33: abs., give information, Hdt.2.89, πρὸς τοὺς βασιλέας SIG986.7 (Chios, v/iv B.C.).    II c. acc., declare, report, εἴ σοι γάμον κατεῖπον E.Med. 589; κ. τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον Ar.V.54; τἀν Σάμῳ ib.283 (lyr.); πατέρα κ. make him known, E.Ion 1345; κ. τοὺς ποιήσαντας, τὰ γεγενημένα, denounce them, And.2.7: c. acc. et part., κ. σῷ κασιγνήτῳ πόσιν ἥκοντα E.Hel.898; enumerate, φύλλα δένδρων Anacreont.13.2.    2 abs., tell, κάτειπέ μοι tell me, Ar.Nu.155, Pl.86: folld. by interrog., κ. ὅκως . . Hdt.1.20; πόθεν . . Ar.Pax20; ὅ τι σιωπᾷς, κ. μοι ib.657; πρὸς σὲ κ., ἐφ' οἷς ἐλύπησάν με Isoc.5.17, etc.

German (Pape)

[Seite 1394] (s. εἶπον), gegen Einen sprechen, anklagen; μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπῃς Ar. Pax 376, öfter; μὴ μέντοι μου κατείπῃς πρὸς τοὺς ἄλλους Plat. Theaet. 149 a, wie Xen. Hem. 2, 6, 33 u. Luc. Calumn. 2. – Geradheraus sagen, angeben, an. zeigen, ansagen; πατέρα κατειπών Eur. Ion. 1345; Med. 589; c. partic., μή μου κατείπῃς σῷ κασιγνήτῳ πόσιν ἥκοντα Hel. 898; φέρε νυν κατείπω τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον Ar. Vesp. 54; Her. 1, 20; Plat. Theag. 123 b; herzählen, Isocr. 5, 17; φύλλα δένδρων Anacr. 13, 2. – Vgl. unten κατερῶ.

Greek (Liddell-Scott)

κατεῖπον: ἀπαρ. κατειπεῖν, ἐν χρήσει ὡς ἀόρ. τοῦ ἐνεστ. καταγορεύω (κατερῶ εἶναι ὁ μέλλ.)· καὶ ἐν τῷ τύπῳ κατεῖπα Ἡρόδ. 2. 89, Ἀριστοφ. Εἰρ. 20·- ὁμιλῶ ἐναντίον ἢ ἐπὶ βλάβῃ τινός, κατηγορῶ, κατακρίνω, τινος Ἡρόδ. 2. 89, Εὐρ. Ἑλ. 898, Ἀριστοφ. Εἰρ. 377, Θεσμ. 340· κ. τινος πρός τινα Πλάτ. Θεαίτ. 149Α· καὶ οὕτως (ἐπὶ παιγνιώδους ἐννοίας), Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 33· Ἡσύχ. «κατειπών· διαβαλών». ΙΙ. μετ’ αἰτ., ὁμιλῶ καθαρῶς, λέγω σαφῶς, διακηρύττω, διηγοῦμαι, Λατ. renunciare, εἴ σοι γάμον κατεῖπον Εὐρ. Μήδ. 589· τοῖς θεαταῖς τὸν λόγον Ἀριστοφ. Σφ. 54· τἀν Σάμῳ αὐτόθι 283· κ. πατέρα, κάμνω αὐτὸν γνωστόν, Εὐρ. Ἴων 1385· κ. τοὺς ποιήσαντας, τὰ γεγενημένα, κατακρίνω, ψέγω, Ἀνδοκ. 20. 30, 33. 2)ἀπολ., λέγω, διηγοῦμαι, κάτειπέ μοι, εἰπέ μοι καθαρά, δήλωσον, Ἀριστοφ. Νεφ. 156, 224, Πλ. 86·- ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, κ. ὅκως…, Ἡρόδ. 1. 20· πόθεν… Ἀριστοφ. Εἰρ. 20· ὅ τι σιωπᾷς, κ. μοι αὐτόθι 657· πρὸς σὲ κ., ἐφ’ οἷς ἐλύπησάν με Ἰσοκρ. 85D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

v. κατεῖπα.