ἀνεπιτήδειος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπιτήδειος''': -ον, (α, ον, Γεωπ. 5. 26, 3), Ἰων. εος, η, ον: - [[ἀκατάλληλος]], [[ἄχρηστος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4, Πλάτ., κτλ.· [[πρός]] τι Πλάτ. Σοφ. 219Α· καὶ ἐπὶ θετικῆς κακῆς σημασίας, [[ἐπιβλαβής]], [[βλαβερός]], Ἡρόδ. 1. 175, Θουκ. 3. 71· γνῶναί τι ἀν. [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 23. 15· ἐπὶ κακῶν οἰωνῶν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12· ἀνεπ. τινι, ἐπὶ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17: μετ’ ἀπαρ. [[ἀκατάλληλος]] εἰς ..., [[ἀνεπιτήδειος]], Λυσ. 186. 44: - Ἐπιρρ., ἀνεπιτηδείως πράττειν, οὐχὶ [[προσηκόντως]], δηλ. κακῶς, Λυσ. 187. 14. - Συγκρ. -ότερον Πλάτ. Νόμ. 813Β. 2) [[δυσμενής]], οὐχὶ [[φιλικός]], [[τραχύς]], Ἀνδοκ. 23. 15, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6· ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν, ἄλλους ἐχθρούς, ὅ ἐ. πολιτικοὺς ἀντιπάλους, Θουκ. 8. 65. | |lstext='''ἀνεπιτήδειος''': -ον, (α, ον, Γεωπ. 5. 26, 3), Ἰων. εος, η, ον: - [[ἀκατάλληλος]], [[ἄχρηστος]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4, Πλάτ., κτλ.· [[πρός]] τι Πλάτ. Σοφ. 219Α· καὶ ἐπὶ θετικῆς κακῆς σημασίας, [[ἐπιβλαβής]], [[βλαβερός]], Ἡρόδ. 1. 175, Θουκ. 3. 71· γνῶναί τι ἀν. [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 23. 15· ἐπὶ κακῶν οἰωνῶν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12· ἀνεπ. τινι, ἐπὶ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17: μετ’ ἀπαρ. [[ἀκατάλληλος]] εἰς ..., [[ἀνεπιτήδειος]], Λυσ. 186. 44: - Ἐπιρρ., ἀνεπιτηδείως πράττειν, οὐχὶ [[προσηκόντως]], δηλ. κακῶς, Λυσ. 187. 14. - Συγκρ. -ότερον Πλάτ. Νόμ. 813Β. 2) [[δυσμενής]], οὐχὶ [[φιλικός]], [[τραχύς]], Ἀνδοκ. 23. 15, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6· ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν, ἄλλους ἐχθρούς, ὅ ἐ. πολιτικοὺς ἀντιπάλους, Θουκ. 8. 65. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>I.</b> qui n’est propre à rien;<br /><b>II.</b> contraire, fâcheux :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>particul.</i> de mauvais augure pour, τινι;<br /><b>3</b> malveillant, hostile.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιτήδειος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ον (α, ον Gp.5.26.3), Ion. ἀνεπιτήδεος, η, ον:—
A unserviceable, unfit, of persons and things, X.HG.6.4, etc.; πρός τι Pl.Sph.219a; in a positively bad sense, mischievous, prejudicial, Hdt.1.175, Th.3.71; γνῶναί τι ἀ. περί τινος And.2.28; of bad omens, X.HG1.4.12; of food, Hp.Acut.17 (Comp.), VM20: c. inf., unfitted to .., Lys.31.2. Adv. -ως, πράττειν fare ill, opp. εὖ πράττειν, ib.5; ἀ. ἔχειν Plu.2.819a: Comp. -ότερον Pl.Lg.813b. 2 unkind, unfriendly, X.HG7.4.6; ἄλλους τινὰς ἀ. ἀνήλωσαν, i.e. political opponents, Th.8.65; στῆλαι ἀ. IG22.43A34.
German (Pape)
[Seite 225] ion. ἀνεπιτήδεος (Geop. auch 3 E.), ungeschickt, unpassend, unanwendbar, βουλεύειν Lys. 31. 1; πρός τι Plat. Soph. 219 a; ἀρχαί Legg. VI, 751 b; ναύαρχοι Xen. Hell. 1, 6, 4; widerwärtig, Her. 1, 175; vgl. Xen. Hell. 1, 4, 5; von widriger Vorbedeutung, widerstrebend, feindlich, 7, 4, 6; Andoc. 2 z. E.; Lys. 8, 1. – Adv. compar., ἀνεπιτηδειότερον, Plat. Legg. VII, 813 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιτήδειος: -ον, (α, ον, Γεωπ. 5. 26, 3), Ἰων. εος, η, ον: - ἀκατάλληλος, ἄχρηστος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4, Πλάτ., κτλ.· πρός τι Πλάτ. Σοφ. 219Α· καὶ ἐπὶ θετικῆς κακῆς σημασίας, ἐπιβλαβής, βλαβερός, Ἡρόδ. 1. 175, Θουκ. 3. 71· γνῶναί τι ἀν. περί τινος Ἀνδοκ. 23. 15· ἐπὶ κακῶν οἰωνῶν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12· ἀνεπ. τινι, ἐπὶ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17: μετ’ ἀπαρ. ἀκατάλληλος εἰς ..., ἀνεπιτήδειος, Λυσ. 186. 44: - Ἐπιρρ., ἀνεπιτηδείως πράττειν, οὐχὶ προσηκόντως, δηλ. κακῶς, Λυσ. 187. 14. - Συγκρ. -ότερον Πλάτ. Νόμ. 813Β. 2) δυσμενής, οὐχὶ φιλικός, τραχύς, Ἀνδοκ. 23. 15, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6· ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν, ἄλλους ἐχθρούς, ὅ ἐ. πολιτικοὺς ἀντιπάλους, Θουκ. 8. 65.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
I. qui n’est propre à rien;
II. contraire, fâcheux :
1 en gén.
2 particul. de mauvais augure pour, τινι;
3 malveillant, hostile.
Étymologie: ἀ, ἐπιτήδειος.