καταρραίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταρραίνω''': ἀόρ. κατέρρανα, [[καταρραντίζω]], [[καταχέω]] ὑγρόν τι [[ἠρέμα]] καὶ κατὰ σταγόνας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀθήν. 453Α· τινί, μὲ πρᾶγμά τι, τῷ ζωμῷ τάς ἱερὰς βίβλους κατρρᾶναι Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61.- Παθ. (καὶ μεταφορ.) ὅσα φύλλοις κατερράδατο (γ΄ πληθυντ. ὑπερσ.) (τὸ ἁπλοῦν ἐρράδατο Ὁμ. Ἰλ. Μ. 431) Βυζ· τὸ [[ἔλαιον]] καταρραινόμενον Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 85· τῆς θαλάσσης ἐλαίῳ καταρραινομένης Πλούτ. 2. 914F· τὸ καταρρανθὲν [[ὕδωρ]] Γεωπ. 2. 32, 1.
|lstext='''καταρραίνω''': ἀόρ. κατέρρανα, [[καταρραντίζω]], [[καταχέω]] ὑγρόν τι [[ἠρέμα]] καὶ κατὰ σταγόνας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀθήν. 453Α· τινί, μὲ πρᾶγμά τι, τῷ ζωμῷ τάς ἱερὰς βίβλους κατρρᾶναι Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61.- Παθ. (καὶ μεταφορ.) ὅσα φύλλοις κατερράδατο (γ΄ πληθυντ. ὑπερσ.) (τὸ ἁπλοῦν ἐρράδατο Ὁμ. Ἰλ. Μ. 431) Βυζ· τὸ [[ἔλαιον]] καταρραινόμενον Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 85· τῆς θαλάσσης ἐλαίῳ καταρραινομένης Πλούτ. 2. 914F· τὸ καταρρανθὲν [[ὕδωρ]] Γεωπ. 2. 32, 1.
}}
{{bailly
|btext=arroser ; <i>Pass.</i> être arrosé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρραίνω Medium diacritics: καταρραίνω Low diacritics: καταρραίνω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΙΝΩ
Transliteration A: katarraínō Transliteration B: katarrainō Transliteration C: katarraino Beta Code: katarrai/nw

English (LSJ)

   A besprinkle, οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ Hp.Art.63; βίβλους ζωμῷ D.S.34.1: without dat., Ath.10.453a:—Pass. (pf. part. καταρερασμένος), Apollon. ap. Gal.12.504; of a spotted snake, κατέρρανται στιγμαῖς Philum.Ven.23.1.    II sprinkle, ὕδωρ Gp.2.32.1 (Pass.):— Pass., S.E.P.1.55.

Greek (Liddell-Scott)

καταρραίνω: ἀόρ. κατέρρανα, καταρραντίζω, καταχέω ὑγρόν τι ἠρέμα καὶ κατὰ σταγόνας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀθήν. 453Α· τινί, μὲ πρᾶγμά τι, τῷ ζωμῷ τάς ἱερὰς βίβλους κατρρᾶναι Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61.- Παθ. (καὶ μεταφορ.) ὅσα φύλλοις κατερράδατο (γ΄ πληθυντ. ὑπερσ.) (τὸ ἁπλοῦν ἐρράδατο Ὁμ. Ἰλ. Μ. 431) Βυζ· τὸ ἔλαιον καταρραινόμενον Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 85· τῆς θαλάσσης ἐλαίῳ καταρραινομένης Πλούτ. 2. 914F· τὸ καταρρανθὲν ὕδωρ Γεωπ. 2. 32, 1.

French (Bailly abrégé)

arroser ; Pass. être arrosé de, τινι.
Étymologie: κατά, ῥαίνω.