αὐτουργέω: Difference between revisions
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτουργέω''': εἶμαι [[αὐτουργός]], [[ἐργάζομαι]] διὰ τῶν ἰδίων μου χειρῶν, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 1. ΙΙ. ἐγὼ αὐτὸς ἐπιτελῶ ὃ [[βούλομαι]] τελεσθῆναι, ἐγὼ αὐτὸς [[πράττω]] τι ἢ αὐτὸς ἐφίσταμαι παντὶ ἔργῳ, [[μηδὲ]] εὔσχημον αὐτουργεῖν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, περὶ τοῦ Θεοῦ, Ἀριστ. π. κόσμ. 6. 7· καὶ τὴν μαντηίην ἐς [[τέλος]] αὐτουργέει Λουκ. π. Συρ. Θ. 36· αὐτουργῶν τὴν ἐπιβουλὴν Φιλόστρ. 517, κτλ.· ― Παθ., Διονύσ. Παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 744Ε. | |lstext='''αὐτουργέω''': εἶμαι [[αὐτουργός]], [[ἐργάζομαι]] διὰ τῶν ἰδίων μου χειρῶν, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 1. ΙΙ. ἐγὼ αὐτὸς ἐπιτελῶ ὃ [[βούλομαι]] τελεσθῆναι, ἐγὼ αὐτὸς [[πράττω]] τι ἢ αὐτὸς ἐφίσταμαι παντὶ ἔργῳ, [[μηδὲ]] εὔσχημον αὐτουργεῖν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, περὶ τοῦ Θεοῦ, Ἀριστ. π. κόσμ. 6. 7· καὶ τὴν μαντηίην ἐς [[τέλος]] αὐτουργέει Λουκ. π. Συρ. Θ. 36· αὐτουργῶν τὴν ἐπιβουλὴν Φιλόστρ. 517, κτλ.· ― Παθ., Διονύσ. Παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 744Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être [[αὐτουργός]], <i>càd</i> homme de travail manuel, travailler de ses mains;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> exécuter <i>ou</i> accomplir de ses mains ; être soi-même l’artisan de.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτουργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be an αὐτουργός, work with one's own hand, Hierocl. p.63A., Luc.DMar.6.1; of the Creator, to be his own workman, Procl.Theol.Plat.5.17, cf. 18; act directly, Gal.18(1).780; esp.farm one's own land, PTeb.302.29 (i A. D.):—Pass., κτήματα -ούμενα BGU 475a9 (ii A. D.). II c. acc., execute, fulfil of oneself, τὰ ἐπὶ τῆς γῆς Arist.Mu.398a5; τὴν μαντηΐην Luc.Syr.D.36; τὴν ἐπιβουλήν Philostr. VS1.21.4.
German (Pape)
[Seite 403] selbst arbeiten, die Arbeiten selbst, ohne Diener verrichten, Arist. mund. 6, 7; Luc. Dial. mar. 6, 1; Ael. V. H. 7, 5 οἱ αὐτουργοῦντες, die ihr Land selbst bearbeiten; τὴν φιλοσοφίαν, selbst betreiben, Themist. 8, p. 108 b; τὴν μαντηΐην ἐς τέλος, selbst zu Ende führen, Luc. Dea Syr. 36; ἐπιβουλήν Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτουργέω: εἶμαι αὐτουργός, ἐργάζομαι διὰ τῶν ἰδίων μου χειρῶν, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 6. 1. ΙΙ. ἐγὼ αὐτὸς ἐπιτελῶ ὃ βούλομαι τελεσθῆναι, ἐγὼ αὐτὸς πράττω τι ἢ αὐτὸς ἐφίσταμαι παντὶ ἔργῳ, μηδὲ εὔσχημον αὐτουργεῖν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, περὶ τοῦ Θεοῦ, Ἀριστ. π. κόσμ. 6. 7· καὶ τὴν μαντηίην ἐς τέλος αὐτουργέει Λουκ. π. Συρ. Θ. 36· αὐτουργῶν τὴν ἐπιβουλὴν Φιλόστρ. 517, κτλ.· ― Παθ., Διονύσ. Παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 744Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être αὐτουργός, càd homme de travail manuel, travailler de ses mains;
2 tr. exécuter ou accomplir de ses mains ; être soi-même l’artisan de.
Étymologie: αὐτουργός.