ὑπερίσταμαι: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερίσταμαι''': Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι [[ὑπεράνω]], [[ὄνειρον]] ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Ἡρόδ. 7. 17. 2) ἵσταμαι [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὅπως]] ὑπερασπίσω αὐτόν, [[ὑπερασπίζω]], [[προστατεύω]], τινος Σοφ. Ἠλ. 188. 3) [[ἐπίκειμαι]], τῆς γῆς Εὐστ. Πονημάτ. 201. 32. 4) [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28. | |lstext='''ὑπερίσταμαι''': Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι [[ὑπεράνω]], [[ὄνειρον]] ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Ἡρόδ. 7. 17. 2) ἵσταμαι [[ὑπεράνω]] τινός, [[ὅπως]] ὑπερασπίσω αὐτόν, [[ὑπερασπίζω]], [[προστατεύω]], τινος Σοφ. Ἠλ. 188. 3) [[ἐπίκειμαι]], τῆς γῆς Εὐστ. Πονημάτ. 201. 32. 4) [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπερστήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπερέστην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> se tenir au-dessus de, gén.;<br /><b>2</b> se tenir au-dessus de <i>ou</i> devant ; protéger, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἵσταμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass., with aor. 2 and pf. Act.:—
A stand over, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Hdt.7.17. 2 stand over one for protection, protect, τινος S.El.188 (lyr.): abs., A.R.4.370. 3 surpass, τινος J.BJ5.10.3.
German (Pape)
[Seite 1197] (s. ἵστημι), med. mit den intrans. tempp. des act., über Einem oder Einem zu Häupten stehen, τινός, Her. 7, 17; bes. über Einem zu seinem Schutze stehen, ihn vertheidigen, ἇς φίλος οὔτις ἀνὴρ ὑπερίσταται Soph. El. 181.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι ὑπεράνω, ὄνειρον ὑπερστὰν Ἀρταβάνου Ἡρόδ. 7. 17. 2) ἵσταμαι ὑπεράνω τινός, ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, ὑπερασπίζω, προστατεύω, τινος Σοφ. Ἠλ. 188. 3) ἐπίκειμαι, τῆς γῆς Εὐστ. Πονημάτ. 201. 32. 4) ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 10, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερστήσομαι, ao.2 ὑπερέστην, etc.
1 se tenir au-dessus de, gén.;
2 se tenir au-dessus de ou devant ; protéger, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἵσταμαι.