κεντέω: Difference between revisions
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεντέω''': Πίνδ., Ἀττ.˙ μέλλ. -ήσω Σοφ. Αἴ. 1245˙ ἀόρ. ἐκέντησα Ἱππ. 1153D, Δωρ. κέντᾱσε Θεόκρ.˙ Ἐπ. ἀπαρ. [[κένσαι]] (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κέντω) Ἰλ. Ψ. 337˙- Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, (συγ-) Ἡρόδ.˙ ἀόρ. ἐκεντήθην Θεόφρ.˙ πρκμ. κεκέντημαι Ἱππ. Κεντῶ, [[ἀναγκάζω]] νὰ προχωρήσῃ, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1300˙ παροιμ., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, ἐπὶ ὁρμητικῆς σπουδῆς, Σουΐδ.˙ ἴδε [[κέντρον]]. 2) ἐπὶ μελισσῶν καὶ σφηκῶν, «[[κεντρίζω]]», Ἀριστοφ. Σφ. 226, κ. ἀλλ.˙ Ἔρωτα κακὰ κέντᾱσε [[μέλισσα]] Θεόκρ. 19. 1˙ τὠφθαλμὼ κεντούμενος [[ὥσπερ]] ὑπ’ ἀνθρηνῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 946˙ ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26˙- ἀκολούθως, 3) [[καθόλου]] κεντῶ, πληγώνω, «μαχαιρώνω», Πινδ. Π. 1. 55, κτλ˙ μηδ’ ὀλωλότα κέντει Σοφ. Ἀντ. 1030˙ ἐκέντει… αἰθέρ’, ὡς σφάζων ἐμὲ Εὐρ. Βἀκχ. 631, κτλ˙ παίειν καὶ κ., τύπτειν καὶ κ. Θουκ. 4. 47, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 456D· καίειν καὶ κ., ἐπὶ βασάνου, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 29˙ μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 3. 3, 11˙ μεταφ., σὺν δόλῳ κ., «μαχαιρώνω» ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Αἴ. 1245˙ λιμῷ κεντούμενος Ἀλκίφρων 3. 4. 4) = [[βινέω]], Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55. | |lstext='''κεντέω''': Πίνδ., Ἀττ.˙ μέλλ. -ήσω Σοφ. Αἴ. 1245˙ ἀόρ. ἐκέντησα Ἱππ. 1153D, Δωρ. κέντᾱσε Θεόκρ.˙ Ἐπ. ἀπαρ. [[κένσαι]] (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κέντω) Ἰλ. Ψ. 337˙- Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, (συγ-) Ἡρόδ.˙ ἀόρ. ἐκεντήθην Θεόφρ.˙ πρκμ. κεκέντημαι Ἱππ. Κεντῶ, [[ἀναγκάζω]] νὰ προχωρήσῃ, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1300˙ παροιμ., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, ἐπὶ ὁρμητικῆς σπουδῆς, Σουΐδ.˙ ἴδε [[κέντρον]]. 2) ἐπὶ μελισσῶν καὶ σφηκῶν, «[[κεντρίζω]]», Ἀριστοφ. Σφ. 226, κ. ἀλλ.˙ Ἔρωτα κακὰ κέντᾱσε [[μέλισσα]] Θεόκρ. 19. 1˙ τὠφθαλμὼ κεντούμενος [[ὥσπερ]] ὑπ’ ἀνθρηνῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 946˙ ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26˙- ἀκολούθως, 3) [[καθόλου]] κεντῶ, πληγώνω, «μαχαιρώνω», Πινδ. Π. 1. 55, κτλ˙ μηδ’ ὀλωλότα κέντει Σοφ. Ἀντ. 1030˙ ἐκέντει… αἰθέρ’, ὡς σφάζων ἐμὲ Εὐρ. Βἀκχ. 631, κτλ˙ παίειν καὶ κ., τύπτειν καὶ κ. Θουκ. 4. 47, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 456D· καίειν καὶ κ., ἐπὶ βασάνου, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 29˙ μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 3. 3, 11˙ μεταφ., σὺν δόλῳ κ., «μαχαιρώνω» ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Αἴ. 1245˙ λιμῷ κεντούμενος Ἀλκίφρων 3. 4. 4) = [[βινέω]], Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κεντήσω, <i>ao.</i> ἐκέντησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐκεντήθην, <i>pf.</i> κεκέντημαι;<br /><b>1</b> stimuler de l’aiguillon, aiguillonner : ἵππον IL un cheval (attelé à un char);<br /><b>2</b> percer de l’aiguillon;<br /><b>3</b> piquer, blesser <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Κεντ piquer, cf. [[κέντρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
Pi.P.1.28, etc.: fut. -ήσω S.Aj.1245: aor.
A ἐκέντησα Hp. Epid.5.45, Dor. κέντᾱσα Theoc.19.1; Ep.inf.κένσαι (as if from *κέντω) Il.23.337:—Pass., fut. -ηθήσομαι (συγ-) Hdt.6.29: aor. ἐκεντήθην Arist.Spir.483b16, Thphr.HP9.15.3: pf. κεκέντημαι Hp.Anat. 1:—prick, goad, spur on, Il.l.c., Ar.Nu.1300, etc.: prov., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, of impetuous haste, Suid. 2 of bees and wasps, sting, Ar.V.226, al.; Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέλισσα Theoc.l.c.; τὠφθαλμὼ κεντούμενος ὥσπερ ὑπ' ἀνθρηνῶν Ar.Nu.947; of the porcupine, Ael.NA12.26: then, 3 generally, prick, stab, Pi.l.c., Theoc.15.130, etc.; μηδ' ὀλωλότα κέντει S.Ant.1030; τὴν γλῶσσαν καὶ τὴν ψυχὴν αὐτῶν κέντησον Tab.Defix.97.26; ἐκέντει . . <αἰθέρ'>, ὡς σφάζων ἐμέ E.Ba.631 (troch.), etc.; κ. τὸν ἀέρα Theo Sm.p.61 H., cf. p.72 H.; τύπτειν οὐδὲ κ. Pl.Grg.456d:—Pass., κεντηθείσης τῆς φλεβός Thphr.l.c.; παιομένους καὶ κεντουμένους Th.4.47; μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος X.HG3.3.11, cf. An.3.1.29: metaph., σὺν δόλῳ κ. stab in the dark, S.Aj.1245; λιμῷ κεντούμενος Alciphr.3.4. 4 = βινέω, Mnesim.4.55.
German (Pape)
[Seite 1418] (κεντ, wovon κένσαι, Il. 23, 337), stechen, stacheln, die Pferde zum Lauf, Il. a. a. O.; von der Biene, Theocr. 19, 1; vgl. Ar. Nub. 946; auch = martern, quälen, Pind. P. 1, 28; ἀλλ' εἶκε τῷ θανόντι, μηδ' ὀλωλότα κέντει Soph. Ant. 1017; ἢ κακοῖς βαλεῖτέ που ἢ σὺν δόλῳ κεντήσετε Ai. 1224; Eur. Bacch. 631; τὰς κόρας, ausstechen, Hec. 1171; Thuc. 4, 47 vrbdt δεδεμένους καὶ παιομένους καὶ κεντουμένους u. Plat. τύπτειν καὶ κεντεῖν Gorg. 456 d; παιόμενοι, κεντούμενοι, ὑβριζόμενοι Xen. An. 3, 1, 29; μαστιγούμενοι καὶ κεντούμενοι Hell. 3, 3, 11; in obscönem Sinne, λορδοῖ, κεντεῖ, βινεῖ Ath. IX, 403 d aus Mnesimach. Auch übertr., λιμῷ κεντούμενος, vom Hunger gestachelt, gequält, Alciphr. 3, 4. Vgl. κεντρόω.
Greek (Liddell-Scott)
κεντέω: Πίνδ., Ἀττ.˙ μέλλ. -ήσω Σοφ. Αἴ. 1245˙ ἀόρ. ἐκέντησα Ἱππ. 1153D, Δωρ. κέντᾱσε Θεόκρ.˙ Ἐπ. ἀπαρ. κένσαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κέντω) Ἰλ. Ψ. 337˙- Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, (συγ-) Ἡρόδ.˙ ἀόρ. ἐκεντήθην Θεόφρ.˙ πρκμ. κεκέντημαι Ἱππ. Κεντῶ, ἀναγκάζω νὰ προχωρήσῃ, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1300˙ παροιμ., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, ἐπὶ ὁρμητικῆς σπουδῆς, Σουΐδ.˙ ἴδε κέντρον. 2) ἐπὶ μελισσῶν καὶ σφηκῶν, «κεντρίζω», Ἀριστοφ. Σφ. 226, κ. ἀλλ.˙ Ἔρωτα κακὰ κέντᾱσε μέλισσα Θεόκρ. 19. 1˙ τὠφθαλμὼ κεντούμενος ὥσπερ ὑπ’ ἀνθρηνῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 946˙ ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26˙- ἀκολούθως, 3) καθόλου κεντῶ, πληγώνω, «μαχαιρώνω», Πινδ. Π. 1. 55, κτλ˙ μηδ’ ὀλωλότα κέντει Σοφ. Ἀντ. 1030˙ ἐκέντει… αἰθέρ’, ὡς σφάζων ἐμὲ Εὐρ. Βἀκχ. 631, κτλ˙ παίειν καὶ κ., τύπτειν καὶ κ. Θουκ. 4. 47, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 456D· καίειν καὶ κ., ἐπὶ βασάνου, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 29˙ μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 3. 3, 11˙ μεταφ., σὺν δόλῳ κ., «μαχαιρώνω» ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Αἴ. 1245˙ λιμῷ κεντούμενος Ἀλκίφρων 3. 4. 4) = βινέω, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. κεντήσω, ao. ἐκέντησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκεντήθην, pf. κεκέντημαι;
1 stimuler de l’aiguillon, aiguillonner : ἵππον IL un cheval (attelé à un char);
2 percer de l’aiguillon;
3 piquer, blesser en gén.
Étymologie: R. Κεντ piquer, cf. κέντρον.