σαγηνεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰγηνεύω''': [[περικλείω]] καὶ [[ἀγρεύω]] ἰχθῦς διὰ τοῦ συρομένου δικτύου ([[σαγήνη]]), Φιλόστρ. 29, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 3, Θεῶν Διάλ. 15. 3. ΙΙ. μεταφορ., [[ἐκδιώκω]] πάντας τοὺς κατοίκους χώρας τινὸς σχηματίσας στρατιωτικὴν γραμμὴν καὶ [[οὕτως]] ἐπιτρέχων τὴν χώραν, Περσικὴ [[συνήθεια]], σ. ἀνθρώπους Ἡρόδ. 6. 31, Στράβ 448, Διογ. Λ. 3. 33· σ. [[ὥσπερ]] ἐν δικτύοις Ἡρῳδιαν. 4. 9· σ. Σάμον, ἐρημώνω αὐτὴν ἀπὸ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 3. 149· [[οὕτως]], [ὡς] συνάψαντες ... τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος Πλάτ. Νόμ. 698D· πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 67. 2) [[καθόλου]], [[συλλαμβάνω]] ὡς ἐν δικτύῳ, σοφισταὶ σαγ. τὼς νεὼς Λῦσις παρ’ Ἰαμβλίχ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 76, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 25· σαγηνευθεὶς ὑπ’ ἔρωτι Ἀνθ. Π. 11. 52, πρβλ. Ἡλιόδ. 1. 9. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[συλλαμβάνω]] ζῶντα, σῴζω, ὡς τὸ [[ζωγρέω]] ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
|lstext='''σᾰγηνεύω''': [[περικλείω]] καὶ [[ἀγρεύω]] ἰχθῦς διὰ τοῦ συρομένου δικτύου ([[σαγήνη]]), Φιλόστρ. 29, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 3, Θεῶν Διάλ. 15. 3. ΙΙ. μεταφορ., [[ἐκδιώκω]] πάντας τοὺς κατοίκους χώρας τινὸς σχηματίσας στρατιωτικὴν γραμμὴν καὶ [[οὕτως]] ἐπιτρέχων τὴν χώραν, Περσικὴ [[συνήθεια]], σ. ἀνθρώπους Ἡρόδ. 6. 31, Στράβ 448, Διογ. Λ. 3. 33· σ. [[ὥσπερ]] ἐν δικτύοις Ἡρῳδιαν. 4. 9· σ. Σάμον, ἐρημώνω αὐτὴν ἀπὸ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 3. 149· [[οὕτως]], [ὡς] συνάψαντες ... τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος Πλάτ. Νόμ. 698D· πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 67. 2) [[καθόλου]], [[συλλαμβάνω]] ὡς ἐν δικτύῳ, σοφισταὶ σαγ. τὼς νεὼς Λῦσις παρ’ Ἰαμβλίχ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 76, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 25· σαγηνευθεὶς ὑπ’ ἔρωτι Ἀνθ. Π. 11. 52, πρβλ. Ἡλιόδ. 1. 9. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[συλλαμβάνω]] ζῶντα, σῴζω, ὡς τὸ [[ζωγρέω]] ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> pêcher à la seine;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prendre comme dans un filet.<br />'''Étymologie:''' [[σαγήνη]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηνεύω Medium diacritics: σαγηνεύω Low diacritics: σαγηνεύω Capitals: ΣΑΓΗΝΕΥΩ
Transliteration A: sagēneúō Transliteration B: sagēneuō Transliteration C: sagineyo Beta Code: saghneu/w

English (LSJ)

   A surround and take fish with a drag-net (σαγήνη), Lib.Or.11.258: metaph., sweep the whole population off the face of a country by forming a line and marching over it, a Persian practice, σ. ἀνθρώπους Hdt.6.31, Str.10.1.10, cf. D.L.3.33 (Pass.); ὥσπερ ἐν δικτύοις σεσαγηνευμένοι Hdn.4.9.6; σ. Σάμον sweep it clear of men, Hdt.3.149; so [ὡς] συνάψαντες . . τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος Pl.Lg.698d, cf. App.Mith.67, Philostr.VA1.23.    2 generally, catch as in a net, [σοφισταὶ] σ. τὼς νέως Lysis ap.Iamb.VP17.76, cf. Luc.Tim.25; σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι AP11.52, cf. Hld.1.9; of Ares and Aphrodite, Luc.Gall.3, DDeor.15.3.

German (Pape)

[Seite 857] eine Menge Fische mit dem großen Fangnetze, σαγήνη einfangen; auch das Wild mit Stellnetzen, Garnen fangen, Luc. D. D. 15, 3 Tim. 25; übertr. von Menschen, sie wie wilde Thiere zusammentreiben, um sie zu fangen, Her. 3, 149. 6, 31, der das Wort in diesem Sinne aber nur von den Persern braucht, wie auch Plat. Legg. III, 698 d: ὡς συνάψαντες τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος; vgl. Polem. 2, 56; – σαγηνευθεὶς ὑπ' ἔρωτι, Ep. ad. 32 (XII, 52).

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνεύω: περικλείω καὶ ἀγρεύω ἰχθῦς διὰ τοῦ συρομένου δικτύου (σαγήνη), Φιλόστρ. 29, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 3, Θεῶν Διάλ. 15. 3. ΙΙ. μεταφορ., ἐκδιώκω πάντας τοὺς κατοίκους χώρας τινὸς σχηματίσας στρατιωτικὴν γραμμὴν καὶ οὕτως ἐπιτρέχων τὴν χώραν, Περσικὴ συνήθεια, σ. ἀνθρώπους Ἡρόδ. 6. 31, Στράβ 448, Διογ. Λ. 3. 33· σ. ὥσπερ ἐν δικτύοις Ἡρῳδιαν. 4. 9· σ. Σάμον, ἐρημώνω αὐτὴν ἀπὸ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 3. 149· οὕτως, [ὡς] συνάψαντες ... τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος Πλάτ. Νόμ. 698D· πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 67. 2) καθόλου, συλλαμβάνω ὡς ἐν δικτύῳ, σοφισταὶ σαγ. τὼς νεὼς Λῦσις παρ’ Ἰαμβλίχ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 76, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 25· σαγηνευθεὶς ὑπ’ ἔρωτι Ἀνθ. Π. 11. 52, πρβλ. Ἡλιόδ. 1. 9. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συλλαμβάνω ζῶντα, σῴζω, ὡς τὸ ζωγρέω ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ.

French (Bailly abrégé)

1 pêcher à la seine;
2 fig. prendre comme dans un filet.
Étymologie: σαγήνη.