νήϊος: Difference between revisions
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νήϊος''': -η, -ον, Δωρ. [[νάϊος]], -α, -ον, ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγ. (πρβλ. [[δάϊος]], [[γάϊος]]) Dind. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· [[ὡσαύτως]] ος, ον Αἰσχύλ. Πέρσ. 279, 336· ([[ναῦς]])· - ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[πλοῖον]], [[δόρυ]] νήϊον, «[[ξύλον]] πρὸς κατασκευὴν [[νηῶν]] ἐπιτήδειον» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 62, Ὀδ. Ι. 384, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[δόρυ]], Ἰλ. Ν. 391· οὕτω, νήϊα ξύλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 806· ν. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· [[ὡσαύτως]] ἄνδρες νάϊοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· [[στόλος]] [[νάϊος]] [[αὐτόθι]] 2· ναΐοισιν ἐμβολαῖς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνης, δηλ. ναῦται, Σοφ. Αἴ. 356· ναΐα [[ἀπήνη]], νάϊον [[ὄχημα]], [[πλοῖον]], Εὐρ. Μήδ. 1122, Ι. Τ. 410. | |lstext='''νήϊος''': -η, -ον, Δωρ. [[νάϊος]], -α, -ον, ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγ. (πρβλ. [[δάϊος]], [[γάϊος]]) Dind. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· [[ὡσαύτως]] ος, ον Αἰσχύλ. Πέρσ. 279, 336· ([[ναῦς]])· - ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[πλοῖον]], [[δόρυ]] νήϊον, «[[ξύλον]] πρὸς κατασκευὴν [[νηῶν]] ἐπιτήδειον» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 62, Ὀδ. Ι. 384, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[δόρυ]], Ἰλ. Ν. 391· οὕτω, νήϊα ξύλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 806· ν. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· [[ὡσαύτως]] ἄνδρες νάϊοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· [[στόλος]] [[νάϊος]] [[αὐτόθι]] 2· ναΐοισιν ἐμβολαῖς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνης, δηλ. ναῦται, Σοφ. Αἴ. 356· ναΐα [[ἀπήνη]], νάϊον [[ὄχημα]], [[πλοῖον]], Εὐρ. Μήδ. 1122, Ι. Τ. 410. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> naval, nautique;<br /><b>2</b> propre à la construction d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον, Dor. νάϊος, α, ον (as always in Trag., cf. δάϊος, γάϊος), also ος, ον A.Pers.279,336: (ναῦς):—
A of or for a ship, δόρυ ν. ship-timber, Od.9.384, etc.: without δόρυ, Il.3.62, 13.391; ν. ξύλα Hes.Op.808; ν. δοῦρα A.R.2.79; νήϊα alone, oars, Nic.Th.814; ἄνδρες νάϊοι A.Supp.719; στόλος νάϊος the ship's course, ib.2 (anap.); ναΐοισιν ἐμβολαῖς Id.Pers.ll.cc.; γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, i.e. the seamen, S.Aj.357 (lyr.); ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, i.e. a ship, E.Med. 1122, IT409 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 251] auch 2 Endgn, zum Schiffe gehörig; δόρυ νήϊον, ein zum Schiffbau brauchbarer Balken, Schiffsbauholz, Il. 3, 62. 15, 410 Od. 9, 384; auch ohne δόρυ, Il. 13, 391. 16, 487; νήϊα ξύλα, Hes. O. 810; νήϊα, Ruder, Nic. Th. 814; ἄνδρες νήϊοι, Schiffer, Aesch. Suppl. 700; ναΐοισιν ἐμβολαῖς, Pers. 271; στόλον νάϊον, der Zug der Schiffe, Suppl. 2. Vgl. νάϊος u. s. Lob. zu Phryn. 432.
Greek (Liddell-Scott)
νήϊος: -η, -ον, Δωρ. νάϊος, -α, -ον, ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγ. (πρβλ. δάϊος, γάϊος) Dind. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· ὡσαύτως ος, ον Αἰσχύλ. Πέρσ. 279, 336· (ναῦς)· - ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλοῖον, δόρυ νήϊον, «ξύλον πρὸς κατασκευὴν νηῶν ἐπιτήδειον» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 62, Ὀδ. Ι. 384, κτλ.· ὡσαύτως δόρυ, Ἰλ. Ν. 391· οὕτω, νήϊα ξύλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 806· ν. δοῦρα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 79· ὡσαύτως ἄνδρες νάϊοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719· στόλος νάϊος αὐτόθι 2· ναΐοισιν ἐμβολαῖς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνης, δηλ. ναῦται, Σοφ. Αἴ. 356· ναΐα ἀπήνη, νάϊον ὄχημα, πλοῖον, Εὐρ. Μήδ. 1122, Ι. Τ. 410.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 naval, nautique;
2 propre à la construction d’un navire.
Étymologie: ναῦς.