ἀντιδικέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιδῐκέω''': μέλλ. -ήσω: παρατ. ἠντιδίκουν Λυσ. 104. 12, ἀλλ’ ἠντεδίκουν (κατὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ.) Δημ. 1006. 2, 1013. 23: ἀόρ. ἠντιδίκησα Δημ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 23. Ἐγείρω ἢ ἔχω δίκην κατά τινος, [[προστρέχω]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]] ὡς [[ἀντίδικος]], [[περί]] τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 8· οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι, ἀμφότεροι οἱ ἀντίδικοι, Πλάτ. Νόμ. 948D· ἀπολ., ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἀντιδικῶν δίκην, ὑπερασπίζων δίκην, Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀντ. [[πρός]] τι ἢ [[πρός]] τινα, [[ἐγείρω]] δίκην [[ἐναντίον]] τινός, Δημ. 840, ἐν τέλ., 1030, ἐν τέλ., Ἰσαῖος 84. 21· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμ., [[ἀντιδικάζομαι]] [[πρός]] τινα [[περί]] τινος, ὁ δὲ Ἄρχιππος ἠντιδίκει ἦ τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον [[εἶναι]] Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἐναντιοῦμαι, [[ἀποκρούω]], διαβολαῖς Δημ. 1032. 4.
|lstext='''ἀντιδῐκέω''': μέλλ. -ήσω: παρατ. ἠντιδίκουν Λυσ. 104. 12, ἀλλ’ ἠντεδίκουν (κατὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ.) Δημ. 1006. 2, 1013. 23: ἀόρ. ἠντιδίκησα Δημ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 23. Ἐγείρω ἢ ἔχω δίκην κατά τινος, [[προστρέχω]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]] ὡς [[ἀντίδικος]], [[περί]] τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 8· οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι, ἀμφότεροι οἱ ἀντίδικοι, Πλάτ. Νόμ. 948D· ἀπολ., ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἀντιδικῶν δίκην, ὑπερασπίζων δίκην, Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀντ. [[πρός]] τι ἢ [[πρός]] τινα, [[ἐγείρω]] δίκην [[ἐναντίον]] τινός, Δημ. 840, ἐν τέλ., 1030, ἐν τέλ., Ἰσαῖος 84. 21· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμ., [[ἀντιδικάζομαι]] [[πρός]] τινα [[περί]] τινος, ὁ δὲ Ἄρχιππος ἠντιδίκει ἦ τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον [[εἶναι]] Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἐναντιοῦμαι, [[ἀποκρούω]], διαβολαῖς Δημ. 1032. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἠντιδίκουν <i>ou</i> ἠντεδίκουν;<br /><b>1</b> poursuivre <i>ou</i> se défendre en justice;<br /><b>2</b> <i>en parl. du défendeur</i> contester, se défendre contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντίδικος]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδῐκέω Medium diacritics: ἀντιδικέω Low diacritics: αντιδικέω Capitals: ΑΝΤΙΔΙΚΕΩ
Transliteration A: antidikéō Transliteration B: antidikeō Transliteration C: antidikeo Beta Code: a)ntidike/w

English (LSJ)

impf.

   A ἠντιδίκουν Lys.6.12, but ἠντεδίκουν (acc. to the best Ms.) D.39.37, 40.18: aor. ἠντεδίκησα Id.47.28:—to be an ἀντίδικος, dispute, go to law, περί τινος X.Mem. 4.4.8; οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι the parties to a suit, Pl.Lg.948d: abs., of the defendant, ἀντιδικῶν Ar.Nu.776; ἀ. πρός τι or πρός τινα to urge one's suit against .., D.28.17, 41.10, Is.11.9; join issue, ἠντιδίκει ἦ μήν .., c. acc. et inf., Lys.l.c.; oppose, rebut, διαβολαῖς D.41.13; ἀλλήλοις prob. in Thugen.ID.    II Pass., to be an object of dispute, Phot.p.147R.

German (Pape)

[Seite 251] impf. ἠντιδίκει Lys. 6, 12; ἠντεδίκεις Dem. 39, 37. 40, 18; gegen Jemand processiren, meist absolut, ἑκάτεροι οἱ ἀντιδικοῦντες, beide Parteien vor Gericht, Plat. Legg. XII. 948 d; ἀντιδικῶν δίκην, seine Sache vertheidigend, Ar Nubb. 766; übh. dagegen sprechen, πρός τι Dem. 41, 10, fut., wie Isae. 11, 9; πῶς ἂν ταῖς διαβολαῖς ἀντιδικοίην Dem. 41, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδῐκέω: μέλλ. -ήσω: παρατ. ἠντιδίκουν Λυσ. 104. 12, ἀλλ’ ἠντεδίκουν (κατὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ.) Δημ. 1006. 2, 1013. 23: ἀόρ. ἠντιδίκησα Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 23. Ἐγείρω ἢ ἔχω δίκην κατά τινος, προστρέχω εἰς τὸ δικαστήριον ὡς ἀντίδικος, περί τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 8· οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι, ἀμφότεροι οἱ ἀντίδικοι, Πλάτ. Νόμ. 948D· ἀπολ., ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἀντιδικῶν δίκην, ὑπερασπίζων δίκην, Ἀριστοφ. Νεφ. 776· ἀντ. πρός τι ἢ πρός τινα, ἐγείρω δίκην ἐναντίον τινός, Δημ. 840, ἐν τέλ., 1030, ἐν τέλ., Ἰσαῖος 84. 21· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμ., ἀντιδικάζομαι πρός τινα περί τινος, ὁ δὲ Ἄρχιππος ἠντιδίκει ἦ τὸν Ἑρμῆν ὑγιᾶ τε καὶ ὅλον εἶναι Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἐναντιοῦμαι, ἀποκρούω, διαβολαῖς Δημ. 1032. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠντιδίκουν ou ἠντεδίκουν;
1 poursuivre ou se défendre en justice;
2 en parl. du défendeur contester, se défendre contre.
Étymologie: ἀντίδικος.