σπάθη: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπάθη''': [ᾰ], ἡ πᾶν πλατὺ [[ἔλασμα]] ὡς κοπὶς ἐκ ξύλου ἢ ἐκ μετάλλου· 1) ἐπιπεδου πλατὺ [[ξύλον]] ᾧ ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ ὑφάνται ἐν τῷ ὀρθίῳ αὑτῶν ἱστῷ (ἀντὶ τοῦ κτενὸς ᾧ κτενὸς ᾧ ἐχρῶντο [[μετέπειτα]] ἐν τῷ ὁριζοντίῳ) [[ὅπως]] πλήττοντες τὴν κρόκην πυκνὸν καταστήσωσι τὸ [[ὕφασμα]], Αἰσχύλ. Χο. 232, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, Πλάτ. Λῦσ. 208 D· αἰτ. πληθ. Αἰολ. σπάθᾰς. Ἀνθ. Π. 6. 288· - πρβλ. [[σπαθάω]], [[κερκίς]]. 2) πλατὺ [[κοχλιάριον]] ἐν εἴδει πτυαρίου, Λατ. spatula, δι’ οὗ ἀνακυκᾷ τίς τι, Ἄλεξ. ἐν «Δρωπίδῃ» 2· [[μάλιστα]] [[χάριν]] ἰατρικῶν σκοπῶν, Ὀρείβάσ. 122 Mai., κλπ. 3) ὡς τὸ [[πλάτη]], τὸ πλατὺ [[μέρος]] κώπης, Λυκόφρ. 23. 4) αἱ πλατεῖαι πλευραί, ἐν τῷ πληθ., [[Πολυδ]]. Β΄, 181, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 256· - παρ’ Ἱππ. [[ὡσαύτως]], ἡ [[ὠμοπλάτη]], scapula, 273, 17. 5) ἡ [[πλατεῖα]] κοπὶς ξίφους, Χαλκιδικαὶ σπάθαι Ἀλκαῖ. 15Β· σπάθῃ κολούων φασγάνου Εὐρ. Ἀποσπ. 374· σπάθην παραφαίνων... χρυσένδετον Φιλήμ. ἐν «Πτωχῷ» 4. 6) ξυστρίον ἵππων, [[Πολυδ]]. Α΄, 185. 7) τὸ [[στέλεχος]] φύλλου ἢ κλάδου φοίνικος, Ἡρόδ. 7. 69· [[ὡσαύτως]] ὁ [[μίσχος]] τοῦ ἄνθους φυτῶν τινων [[μάλιστα]] τῶν ὁμοίων πρὸς τὸν φοίνικα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 6., 2. 8. 4, [[Πολυδ]]. Α΄, 244. (Λατ. spatha, Ἰταλ. spada, Γερμαν. spatel, Ἀγγλ. spade, paddle, κτλ. | |lstext='''σπάθη''': [ᾰ], ἡ πᾶν πλατὺ [[ἔλασμα]] ὡς κοπὶς ἐκ ξύλου ἢ ἐκ μετάλλου· 1) ἐπιπεδου πλατὺ [[ξύλον]] ᾧ ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ ὑφάνται ἐν τῷ ὀρθίῳ αὑτῶν ἱστῷ (ἀντὶ τοῦ κτενὸς ᾧ κτενὸς ᾧ ἐχρῶντο [[μετέπειτα]] ἐν τῷ ὁριζοντίῳ) [[ὅπως]] πλήττοντες τὴν κρόκην πυκνὸν καταστήσωσι τὸ [[ὕφασμα]], Αἰσχύλ. Χο. 232, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, Πλάτ. Λῦσ. 208 D· αἰτ. πληθ. Αἰολ. σπάθᾰς. Ἀνθ. Π. 6. 288· - πρβλ. [[σπαθάω]], [[κερκίς]]. 2) πλατὺ [[κοχλιάριον]] ἐν εἴδει πτυαρίου, Λατ. spatula, δι’ οὗ ἀνακυκᾷ τίς τι, Ἄλεξ. ἐν «Δρωπίδῃ» 2· [[μάλιστα]] [[χάριν]] ἰατρικῶν σκοπῶν, Ὀρείβάσ. 122 Mai., κλπ. 3) ὡς τὸ [[πλάτη]], τὸ πλατὺ [[μέρος]] κώπης, Λυκόφρ. 23. 4) αἱ πλατεῖαι πλευραί, ἐν τῷ πληθ., [[Πολυδ]]. Β΄, 181, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 256· - παρ’ Ἱππ. [[ὡσαύτως]], ἡ [[ὠμοπλάτη]], scapula, 273, 17. 5) ἡ [[πλατεῖα]] κοπὶς ξίφους, Χαλκιδικαὶ σπάθαι Ἀλκαῖ. 15Β· σπάθῃ κολούων φασγάνου Εὐρ. Ἀποσπ. 374· σπάθην παραφαίνων... χρυσένδετον Φιλήμ. ἐν «Πτωχῷ» 4. 6) ξυστρίον ἵππων, [[Πολυδ]]. Α΄, 185. 7) τὸ [[στέλεχος]] φύλλου ἢ κλάδου φοίνικος, Ἡρόδ. 7. 69· [[ὡσαύτως]] ὁ [[μίσχος]] τοῦ ἄνθους φυτῶν τινων [[μάλιστα]] τῶν ὁμοίων πρὸς τὸν φοίνικα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 6., 2. 8. 4, [[Πολυδ]]. Α΄, 244. (Λατ. spatha, Ἰταλ. spada, Γερμαν. spatel, Ἀγγλ. spade, paddle, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> morceau de bois large et plat dont se servent les tisserands pour serrer le tissu;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> :<br /><b>1</b> épée à extrémité large et plate;<br /><b>2</b> tige de la feuille et de la fleur mâle du palmier.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A any broad blade, of wood or metal: 1 flat wooden blade used by weavers in the upright loom (instead of the comb (κτείς) used in the horizontal), for striking the threads of the woof home, so as to make the web close, A.Ch.232, Philyll.12, Pl.Ly.208d; Dor. acc. pl. σπάθᾰς AP6.288 (Leon.). 2 spattle for stirring anything, Alex.60; esp. for medical purposes, Gal. 13.378, Heraclid.Tar. ap. eund.13.812. 3 blade of an oar, Lyc. 23. 4 pl., broad ribs, Poll.2.181, Ruf.Oss.25, and so prob. in Hp.Gland.14, PMag.Par.1.3116, Paul.Aeg.3.78. 5 broad blade of a sword, Χαλκίδικαι σπάθαι Alc.15.6; σπάθῃ κολούων φασγάνου E. Fr.373; σπάθην παραφαίνων . . χρυσένδετον Philem.70; χλαμὺς καὶ σ. (cf. Ital. capa e spada) Men.Pk.165, Sam.314, cf. Thphr.Char.25.4. 6 scraper for currying horses, PSI4.430.6 (iii B.C.), Poll.1.185. 7 stem of a palm-frond, Hdt.7.69: also spathe of the flower in many plants, esp. of the palm kind, Thphr.HP2.6.6, 2.8.4, Poll. 1.244. 8 pl., flukes of an anchor, PLond.3.1164 (h).9 (iii A.D.). 9 pl.,= ἀγκῶνες 11.1, in machines, Orib.49.4.10.
German (Pape)
[Seite 915] ἡ, 1) die Spatel, ein breites flaches Holz, dessen sich die Weber statt des Kammes od. der Weberlade beim alten senkrechten Webstuhle bedienten, um den Einschlag festzuschlagen u. so das Gewebe dicht zu machen; σπάθης τε πληγάς, Aesch. Ch. 230; τῆς σπάθης ἢ τῆς κερκίδος, Plat. Lys. 208 d. – 2) die Spatel, Etwas umzurühren, Alexis bei Poll. 10, 121. – 3) wie πλάτη, das breite Unterende am Ruder, Lycophr. 23. – 4) die breiten Rppen, auch das Schulterblatt, Hippocr. – 5) ein Schwert; Eur. u. Philem. bei Poll. 10, 145; vgl. Hesych. – 6) ein Geräth zum Striegeln der Pferde, Poll. 1, 185. – 7) der Stiel der männlichen Blüthe des Palmbaumes; Her. 7, 69; Theophr.; Poll. 1, 244.
Greek (Liddell-Scott)
σπάθη: [ᾰ], ἡ πᾶν πλατὺ ἔλασμα ὡς κοπὶς ἐκ ξύλου ἢ ἐκ μετάλλου· 1) ἐπιπεδου πλατὺ ξύλον ᾧ ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ ὑφάνται ἐν τῷ ὀρθίῳ αὑτῶν ἱστῷ (ἀντὶ τοῦ κτενὸς ᾧ κτενὸς ᾧ ἐχρῶντο μετέπειτα ἐν τῷ ὁριζοντίῳ) ὅπως πλήττοντες τὴν κρόκην πυκνὸν καταστήσωσι τὸ ὕφασμα, Αἰσχύλ. Χο. 232, Φιλύλλ. ἐν «Πόλεσι» 4, Πλάτ. Λῦσ. 208 D· αἰτ. πληθ. Αἰολ. σπάθᾰς. Ἀνθ. Π. 6. 288· - πρβλ. σπαθάω, κερκίς. 2) πλατὺ κοχλιάριον ἐν εἴδει πτυαρίου, Λατ. spatula, δι’ οὗ ἀνακυκᾷ τίς τι, Ἄλεξ. ἐν «Δρωπίδῃ» 2· μάλιστα χάριν ἰατρικῶν σκοπῶν, Ὀρείβάσ. 122 Mai., κλπ. 3) ὡς τὸ πλάτη, τὸ πλατὺ μέρος κώπης, Λυκόφρ. 23. 4) αἱ πλατεῖαι πλευραί, ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. Β΄, 181, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 256· - παρ’ Ἱππ. ὡσαύτως, ἡ ὠμοπλάτη, scapula, 273, 17. 5) ἡ πλατεῖα κοπὶς ξίφους, Χαλκιδικαὶ σπάθαι Ἀλκαῖ. 15Β· σπάθῃ κολούων φασγάνου Εὐρ. Ἀποσπ. 374· σπάθην παραφαίνων... χρυσένδετον Φιλήμ. ἐν «Πτωχῷ» 4. 6) ξυστρίον ἵππων, Πολυδ. Α΄, 185. 7) τὸ στέλεχος φύλλου ἢ κλάδου φοίνικος, Ἡρόδ. 7. 69· ὡσαύτως ὁ μίσχος τοῦ ἄνθους φυτῶν τινων μάλιστα τῶν ὁμοίων πρὸς τὸν φοίνικα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 6., 2. 8. 4, Πολυδ. Α΄, 244. (Λατ. spatha, Ἰταλ. spada, Γερμαν. spatel, Ἀγγλ. spade, paddle, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. morceau de bois large et plat dont se servent les tisserands pour serrer le tissu;
II. p. anal. :
1 épée à extrémité large et plate;
2 tige de la feuille et de la fleur mâle du palmier.
Étymologie: σπάω.