ὦχρος: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὦχρος''': -ου, ὁ ὡς τὸ [[ὠχρότης]], [[μάλιστα]] τὸ ὠχρὸν [[χρῶμα]] τὸ προελθὸν ἐκ φόβου, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὀμ., [[ὦχρος]] δέ μιν εἷλε παρειὰς (πρβλ. χλωρὸν [[δέος]]) Ἰλ. Γ. 350· ἀκολούθως παρὰ Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[οἷον]] Ἀνδρ. παρὰ Γαλην. 13. 875, Ἀνθ. Π. 5. 259, κ. ἀλλ.· [[ἄχροος]].. [[ὦχρος]] Τζέτζ. Ὅμ. 367. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀσπρίου, Pisum ochrys, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 2, 2, Διογ. Λ. 2. 139. -Τὸ γένος τοῦ ὀνόματος τούτου ἐν τῇ σημασ. Ι. δὲν [[εἶναι]] ὡρισμένον ἐκ χωρίου τινός, ἐν τῇ σημασ. ΙΙ. [[εἶναι]] ἀρσεν. ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις. | |lstext='''ὦχρος''': -ου, ὁ ὡς τὸ [[ὠχρότης]], [[μάλιστα]] τὸ ὠχρὸν [[χρῶμα]] τὸ προελθὸν ἐκ φόβου, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὀμ., [[ὦχρος]] δέ μιν εἷλε παρειὰς (πρβλ. χλωρὸν [[δέος]]) Ἰλ. Γ. 350· ἀκολούθως παρὰ Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[οἷον]] Ἀνδρ. παρὰ Γαλην. 13. 875, Ἀνθ. Π. 5. 259, κ. ἀλλ.· [[ἄχροος]].. [[ὦχρος]] Τζέτζ. Ὅμ. 367. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀσπρίου, Pisum ochrys, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 2, 2, Διογ. Λ. 2. 139. -Τὸ γένος τοῦ ὀνόματος τούτου ἐν τῇ σημασ. Ι. δὲν [[εἶναι]] ὡρισμένον ἐκ χωρίου τινός, ἐν τῇ σημασ. ΙΙ. [[εἶναι]] ἀρσεν. ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> couleur jaune <i>ou</i> pâle, pâleur;<br /><b>2</b> ers, <i>plante légumineuse (lathyrus cicera L.)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὠχρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ (cf. Hdn.Gr.2.39),
A paleness, wanness, esp. the pale hue of fear, once in Hom., ὦχρός τέ μιν εἷλε παρειάς Il.3.35; also in Luc.JTr.1 (adapting Hom.) and late Poets, as An drom. ap. Gal. 14.35, AP5.258 (Paul.Sil.). II birds' pease, Lathyrus Ochrus, Antiph.301, Arist.HA627b17(pl.), Thphr.HP8.3.1, al., CP4.2.2, D.L.2.139.
German (Pape)
[Seite 1424] ὁ, 1) Blässe, Bleichheit, bes. die blasse Farbe eines Erschrockenen, Il. 3, 35, wo es Buttm. für ein neutr. τὸ ὦχρος nahm. – 2) ein hülfentragendes Gewächs und seine blaßgelbe Schote, ervilia, Antiphan. bei Ath. II, 63 a u. Alexis ib. 55 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὦχρος: -ου, ὁ ὡς τὸ ὠχρότης, μάλιστα τὸ ὠχρὸν χρῶμα τὸ προελθὸν ἐκ φόβου, ἅπαξ παρ’ Ὀμ., ὦχρος δέ μιν εἷλε παρειὰς (πρβλ. χλωρὸν δέος) Ἰλ. Γ. 350· ἀκολούθως παρὰ Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀνδρ. παρὰ Γαλην. 13. 875, Ἀνθ. Π. 5. 259, κ. ἀλλ.· ἄχροος.. ὦχρος Τζέτζ. Ὅμ. 367. ΙΙ. εἶδος ὀσπρίου, Pisum ochrys, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 2, 2, Διογ. Λ. 2. 139. -Τὸ γένος τοῦ ὀνόματος τούτου ἐν τῇ σημασ. Ι. δὲν εἶναι ὡρισμένον ἐκ χωρίου τινός, ἐν τῇ σημασ. ΙΙ. εἶναι ἀρσεν. ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 couleur jaune ou pâle, pâleur;
2 ers, plante légumineuse (lathyrus cicera L.).
Étymologie: ὠχρός.