ἀμφίβληστρον: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίβληστρον''': τό, ([[ἀμφιβάλλω]]) πᾶν ὅ,τι ῥίπτεται ὁλόγυρα. 1) μικρὸν [[δίκτυον]], κοινῶς «πεζόβολος», Ἡσ. Ἀσπ. 215, Ἡρόδ. 1. 141., 2. 95· ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλεσθαι Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 15. β) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἱματίου, τὸ ὁποῖον ἐρρίφθη [[ὥσπερ]] [[δίκτυον]] ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1382, Χο. 492 καὶ ([[ἄνευ]] τινὸς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς πρώτης σημασ.) Σοφ. Τρ. 1052· [[ὡσαύτως]], ἀμφίβληστρα σώματος, ῥάκη, ῥάκη ῥιπτόμενα περὶ τὸ [[σῶμα]], Εὐρ. Ἑλ. 1079. 2) [[πέδη]], [[δεσμός]], Αἰσχύλ. Πρ. 81. 3) ἐπὶ τοίχων, [[περίβολος]], ἀμφίβληστρα τοίχων… ὑψηλὰ Εὐρ. Ι. Τ. 96.
|lstext='''ἀμφίβληστρον''': τό, ([[ἀμφιβάλλω]]) πᾶν ὅ,τι ῥίπτεται ὁλόγυρα. 1) μικρὸν [[δίκτυον]], κοινῶς «πεζόβολος», Ἡσ. Ἀσπ. 215, Ἡρόδ. 1. 141., 2. 95· ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλεσθαι Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 15. β) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἱματίου, τὸ ὁποῖον ἐρρίφθη [[ὥσπερ]] [[δίκτυον]] ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1382, Χο. 492 καὶ ([[ἄνευ]] τινὸς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς πρώτης σημασ.) Σοφ. Τρ. 1052· [[ὡσαύτως]], ἀμφίβληστρα σώματος, ῥάκη, ῥάκη ῥιπτόμενα περὶ τὸ [[σῶμα]], Εὐρ. Ἑλ. 1079. 2) [[πέδη]], [[δεσμός]], Αἰσχύλ. Πρ. 81. 3) ἐπὶ τοίχων, [[περίβολος]], ἀμφίβληστρα τοίχων… ὑψηλὰ Εὐρ. Ι. Τ. 96.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> entrave, lien;<br /><b>2</b> filet;<br /><b>3</b> enceinte d’un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφιβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβληστρον Medium diacritics: ἀμφίβληστρον Low diacritics: αμφίβληστρον Capitals: ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΝ
Transliteration A: amphíblēstron Transliteration B: amphiblēstron Transliteration C: amfivlistron Beta Code: a)mfi/blhstron

English (LSJ)

τό,

   A anything thrown round:    1 casting-net, Hes.Sc.215, Hdt.1.141, 2.95; ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλεσθαι Men.27, cf. Stratt.7, Epil.1, Ph.Bel.95, Ev.Matt.4.18.    b metaph., of the garment thrown like a net over Agamemnon, A.Ag.1382, Ch.492; of the shirt of Nessus, Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀ. S.Tr.1052; ἀμφίβληστρα σώματος ῥάκη rags thrown around body, E.Hel.1079.    2 fetter, bond, A.Pr.81.    3 of encircling walls, ἀμφίβληστρα τοίχων E.IT96.

German (Pape)

[Seite 137] τό, der Umwurf, bes. ein großes Fischernetz, Hes. Sc. 215; ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλειν, Men. Poll. 10, 132; Her. 1, 141. 2, 95; N. T. Bei den Tragg. allgem. Umhüllung, adj. ἀμφίβληστρα ῥάκη σώματος Eur. Hel. 1080; Gürtel, Prom. 81 Ag. 1355 Ch. 485; vielleicht auch Soph. Tr. 1041 ein Netz; τοίχων Eur. Iph. T. 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβληστρον: τό, (ἀμφιβάλλω) πᾶν ὅ,τι ῥίπτεται ὁλόγυρα. 1) μικρὸν δίκτυον, κοινῶς «πεζόβολος», Ἡσ. Ἀσπ. 215, Ἡρόδ. 1. 141., 2. 95· ἀμφιβλήστρῳ περιβάλλεσθαι Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 15. β) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἱματίου, τὸ ὁποῖον ἐρρίφθη ὥσπερ δίκτυον ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1382, Χο. 492 καὶ (ἄνευ τινὸς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς πρώτης σημασ.) Σοφ. Τρ. 1052· ὡσαύτως, ἀμφίβληστρα σώματος, ῥάκη, ῥάκη ῥιπτόμενα περὶ τὸ σῶμα, Εὐρ. Ἑλ. 1079. 2) πέδη, δεσμός, Αἰσχύλ. Πρ. 81. 3) ἐπὶ τοίχων, περίβολος, ἀμφίβληστρα τοίχων… ὑψηλὰ Εὐρ. Ι. Τ. 96.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 entrave, lien;
2 filet;
3 enceinte d’un sanctuaire.
Étymologie: ἀμφιβάλλω.