ἀνταυγέω: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνταυγέω''': ἀντανακλῶ φῶς, Ἀριστ. Προβλ. 23. 6, 1, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Β· πρὸς Ὄλυμπον Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 400Β· [[φάσγανον]] ἀνταγεῖ φόνον, ἀντανακλᾶ, ἀντιλάμπει φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 1519: - [[λάμπω]], [[στίλβω]], [[μαρμαίρω]], Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5. | |lstext='''ἀνταυγέω''': ἀντανακλῶ φῶς, Ἀριστ. Προβλ. 23. 6, 1, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Β· πρὸς Ὄλυμπον Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 400Β· [[φάσγανον]] ἀνταγεῖ φόνον, ἀντανακλᾶ, ἀντιλάμπει φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 1519: - [[λάμπω]], [[στίλβω]], [[μαρμαίρω]], Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἀντηύγουν;<br />réfléchir la lumière.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνταυγής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
A reflect light, Hp.Carn.17, Arist.Pr.932a27, Chaerem.14; πρὸς Ὄλυμπον Emp.44; φάσγανον ἀνταυγεῖ φόνον flashes back murder, E.Or.1519; gleam, glitter, Eub.56.
German (Pape)
[Seite 245] = ἀνταυγάζω, Hippocr.; vgl. Eubul. Ath. XI, 471 d; Chaerem. ib. 608 b; φόνον Eur. Or. 1533, Schol. ἀντιλάμπει.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταυγέω: ἀντανακλῶ φῶς, Ἀριστ. Προβλ. 23. 6, 1, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Β· πρὸς Ὄλυμπον Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 400Β· φάσγανον ἀνταγεῖ φόνον, ἀντανακλᾶ, ἀντιλάμπει φόνον, Εὐρ. Ὀρ. 1519: - λάμπω, στίλβω, μαρμαίρω, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 1. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἀντηύγουν;
réfléchir la lumière.
Étymologie: ἀνταυγής.