γάϊος: Difference between revisions
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γάϊος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ γήϊος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 826, πρβλ. Herm. εἰς Θήβ. 736· [[παῖς]] [[γάϊος]], [[τέκνον]] τῆς γῆς, ἐπὶ δούλου μὴ δυναμένου νὰ ὁρίσῃ τινὰ ὡς πατέρα του, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 606· πρβλ. γῆς ὢν [[πρόσθε]] [[γόνος]] μητέρα γαῖαν ἔχω [[αὐτόθι]] 4· γῆς [[παῖς]] [[αὐτόθι]] 1037. 6· πρβλ. Ἀνθ. II. 7. 371. ΙΙ. τὸν γάϊον Αἰσχύλ. Ἱκ. 156, = καταχθόνιον, [[εἶναι]] [[διόρθωσις]] κατ’ εἰκασίαν τοῦ Wellauer ἀντὶ τοῦ ἐφθαρμένου τόνταιον, ἴδε Δινδ. Ἀποσπ. 229. | |lstext='''γάϊος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ γήϊος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 826, πρβλ. Herm. εἰς Θήβ. 736· [[παῖς]] [[γάϊος]], [[τέκνον]] τῆς γῆς, ἐπὶ δούλου μὴ δυναμένου νὰ ὁρίσῃ τινὰ ὡς πατέρα του, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 606· πρβλ. γῆς ὢν [[πρόσθε]] [[γόνος]] μητέρα γαῖαν ἔχω [[αὐτόθι]] 4· γῆς [[παῖς]] [[αὐτόθι]] 1037. 6· πρβλ. Ἀνθ. II. 7. 371. ΙΙ. τὸν γάϊον Αἰσχύλ. Ἱκ. 156, = καταχθόνιον, [[εἶναι]] [[διόρθωσις]] κατ’ εἰκασίαν τοῦ Wellauer ἀντὶ τοῦ ἐφθαρμένου τόνταιον, ἴδε Δινδ. Ἀποσπ. 229. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>dor. c.</i> [[γήϊος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾱ], α, ον, Dor.for γήϊος,
A onland, A.Supp.826(lyr.); earthy, γ. κόνις Id.Th.736; of the land, κόγχοι Epich.42.9; παῖς γ. child of earth, terrae filius, of a slave, prob. in IG14.1432 (cf. γάϊος παρὰ Ἰταλιώταις καὶ Ταραντίνοις ὁ μίσθιος Eust.188.30, cf. EM223.24); ἄνεμος a land wind, Hsch.; also, = ἐργάτης βοῦς, Id., EMl.c. II τὸν γάϊον, = καταχθόνιον, prob. in A.Supp.156(lyr.).
German (Pape)
[Seite 470] dor. für γήϊος, im Lande befindlich, Aesch. Suppl. 806; aber ibd. 147 ist es in der Bdtg unterirdisch nur Conj.
Greek (Liddell-Scott)
γάϊος: -ον, Δωρ. ἀντὶ γήϊος, ὁ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 826, πρβλ. Herm. εἰς Θήβ. 736· παῖς γάϊος, τέκνον τῆς γῆς, ἐπὶ δούλου μὴ δυναμένου νὰ ὁρίσῃ τινὰ ὡς πατέρα του, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 606· πρβλ. γῆς ὢν πρόσθε γόνος μητέρα γαῖαν ἔχω αὐτόθι 4· γῆς παῖς αὐτόθι 1037. 6· πρβλ. Ἀνθ. II. 7. 371. ΙΙ. τὸν γάϊον Αἰσχύλ. Ἱκ. 156, = καταχθόνιον, εἶναι διόρθωσις κατ’ εἰκασίαν τοῦ Wellauer ἀντὶ τοῦ ἐφθαρμένου τόνταιον, ἴδε Δινδ. Ἀποσπ. 229.
French (Bailly abrégé)
dor. c. γήϊος.