αὐθάδεια: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐθάδεια''': ποιητ. -ία, ἡ, αὐθαιρεσία, [[ἐπιμονή]], ἰσχυρογνωμοσύνη, [[προπέτεια]], [[ἀπειθαρχία]], [[ἀπότομος]] [[τρόπος]], τὸ δυσήνιον, [[ἀλαζονεία]], τὴν δ’ ἐμὴν αὐθαδίαν ὀργῆς τε τραχύτητα μὴ ᾿πίπλησσέ μοι Αἰσχύλ. Πρ. 79, Σοφ. Ο.Τ. 549, Ἀριστοφ. Θεσμ. 704, κτλ. (ἐν τῷ ποιητ. τύπ.), Πλάτ. Πολ. 590Α, κτλ. (κατὰ τὸν κοινὸν τύπον)· ἀντίθ. τῷ [[εὐβουλία]]. Αἰσχύλ. Πρ. 1034, 1036· τῷ [[ἀρέσκεια]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 7· αὐθαδίαν αὐθάδίᾳ [ἐξελεύνειν] Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἡ αὐθ. τῶν συνθηκῶν Διον. Ἁλ. 9. 17. | |lstext='''αὐθάδεια''': ποιητ. -ία, ἡ, αὐθαιρεσία, [[ἐπιμονή]], ἰσχυρογνωμοσύνη, [[προπέτεια]], [[ἀπειθαρχία]], [[ἀπότομος]] [[τρόπος]], τὸ δυσήνιον, [[ἀλαζονεία]], τὴν δ’ ἐμὴν αὐθαδίαν ὀργῆς τε τραχύτητα μὴ ᾿πίπλησσέ μοι Αἰσχύλ. Πρ. 79, Σοφ. Ο.Τ. 549, Ἀριστοφ. Θεσμ. 704, κτλ. (ἐν τῷ ποιητ. τύπ.), Πλάτ. Πολ. 590Α, κτλ. (κατὰ τὸν κοινὸν τύπον)· ἀντίθ. τῷ [[εὐβουλία]]. Αἰσχύλ. Πρ. 1034, 1036· τῷ [[ἀρέσκεια]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 7· αὐθαδίαν αὐθάδίᾳ [ἐξελεύνειν] Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἡ αὐθ. τῶν συνθηκῶν Διον. Ἁλ. 9. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>poét.</i> [[αὐθαδία]];<br />ας (ἡ) :<br />confiance présomptueuse, suffisance, infatuation, arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[αὐθάδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
[θᾱ], poet. and later Prose (SIG1243.27) αὐθαδία, ἡ,
A wilfulness, stubbornness, A.Pr.79, S.OT549, Ar.Th.704, Pl.R.590a, BGU 1187.21 (i B. C.), IG7.2725.27 (Acraephia, ii A. D.), etc.; opp. εὐβουλία, A.Pr.1034; surliness, Thphr.Char.15.1; mean betw. ἀρέσκεια and σεμνότης, Arist.EE1221a8; αὐθαδίαν αὐθαδίᾳ [ἐξελαύνειν] Antiph.300.4; ἡ αὐ. τῶν συνθηκῶν ὅτι οὐ μετὰ κοινῆς γνώμης αὐτὰς ἔπραξεν D.H.9.17.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθάδεια: ποιητ. -ία, ἡ, αὐθαιρεσία, ἐπιμονή, ἰσχυρογνωμοσύνη, προπέτεια, ἀπειθαρχία, ἀπότομος τρόπος, τὸ δυσήνιον, ἀλαζονεία, τὴν δ’ ἐμὴν αὐθαδίαν ὀργῆς τε τραχύτητα μὴ ᾿πίπλησσέ μοι Αἰσχύλ. Πρ. 79, Σοφ. Ο.Τ. 549, Ἀριστοφ. Θεσμ. 704, κτλ. (ἐν τῷ ποιητ. τύπ.), Πλάτ. Πολ. 590Α, κτλ. (κατὰ τὸν κοινὸν τύπον)· ἀντίθ. τῷ εὐβουλία. Αἰσχύλ. Πρ. 1034, 1036· τῷ ἀρέσκεια, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 7· αὐθαδίαν αὐθάδίᾳ [ἐξελεύνειν] Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἡ αὐθ. τῶν συνθηκῶν Διον. Ἁλ. 9. 17.
French (Bailly abrégé)
poét. αὐθαδία;
ας (ἡ) :
confiance présomptueuse, suffisance, infatuation, arrogance.
Étymologie: αὐθάδης.