ἄητος: Difference between revisions
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄητος''': -ον, παλαιοτάτη [[λέξις]] ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει [[θάρσος]] ἄητον, Ἰλ. Φ. 395 (γράφεται [[θάρσος]] ἄᾱτον, ἐν Κόϊντ. Σμ. 1. 217)· ἀλλ’ ἀναφέρεται [[ὡσαύτως]] καὶ ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 2) ὑπὸ Ἡσύχ. ἀήτους μεγάλας· ― πιθανῶς ἐκ τοῦ [[ἄημι]], [[μετὰ]] τῆς σημασίας [[θυελλώδης]], [[ἄγριος]], [[τρομερός]], ὡς τὸ [[αἴητος]]· ἀλλὰ πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. | |lstext='''ἄητος''': -ον, παλαιοτάτη [[λέξις]] ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει [[θάρσος]] ἄητον, Ἰλ. Φ. 395 (γράφεται [[θάρσος]] ἄᾱτον, ἐν Κόϊντ. Σμ. 1. 217)· ἀλλ’ ἀναφέρεται [[ὡσαύτως]] καὶ ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 2) ὑπὸ Ἡσύχ. ἀήτους μεγάλας· ― πιθανῶς ἐκ τοῦ [[ἄημι]], [[μετὰ]] τῆς σημασίας [[θυελλώδης]], [[ἄγριος]], [[τρομερός]], ὡς τὸ [[αἴητος]]· ἀλλὰ πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />impétueux, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἄημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
(A) ὁ,
A = ἀετός, the constellation Aquila, Arat.315.
ἄητος (B), ον, only in phrase
A θάρσος ἄητον Il.21.395 (=θάρσος ἄᾱτον Q.S.1.217); also ἄητοι; ἀκόρεστοι, ἄπληστοι, and ἀήτους· μεγάλας (A.Fr.3), Hsch. ἄητος (C) ·ὁ ἀκατάπαυστος, Hdn Gr.1.220; perh. insatiate (ἄω); cf. αἴητος.
German (Pape)
[Seite 45] Hom. einmal, Iliad. 21, 395 θάρσος ἄητον, vielleicht verw. mit ἄημι, oder mit ἅζομαι, ἄγαμαι, erstaunlich, oder stürmisch; vgl. αἴητον; nach Hesych. auch von Aesch. Atham. frg. 2 für μέγας gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
ἄητος: -ον, παλαιοτάτη λέξις ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει θάρσος ἄητον, Ἰλ. Φ. 395 (γράφεται θάρσος ἄᾱτον, ἐν Κόϊντ. Σμ. 1. 217)· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡσαύτως καὶ ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 2) ὑπὸ Ἡσύχ. ἀήτους μεγάλας· ― πιθανῶς ἐκ τοῦ ἄημι, μετὰ τῆς σημασίας θυελλώδης, ἄγριος, τρομερός, ὡς τὸ αἴητος· ἀλλὰ πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impétueux, terrible.
Étymologie: ἄημι.