ἀλοκίζω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλοκίζω''': ([[ἄλοξ]]) ἀρότρῳ [[τέμνω]], ἀνοίγω αὔλακα ἢ δίοδον, [[χαράσσω]], σημαίνει καὶ τὸ [[γράφω]] ἢ ἰχνογραφῶ ἐπὶ πινακιδίων κεχρισμένων διὰ κηροῦ (πρβλ. τὸ Λατ. ex-arare), Ἀριστοφ. Σφ. 850: - Παθ. μετοχ. πρκμ. ἠλοκισμένος, ηὐλακισμένος ἢ μεταφ. τετραυματισμένος, Λυκόφρ. 119, 381, κτλ.· πρβλ. [[καταλοκίζω]].
|lstext='''ἀλοκίζω''': ([[ἄλοξ]]) ἀρότρῳ [[τέμνω]], ἀνοίγω αὔλακα ἢ δίοδον, [[χαράσσω]], σημαίνει καὶ τὸ [[γράφω]] ἢ ἰχνογραφῶ ἐπὶ πινακιδίων κεχρισμένων διὰ κηροῦ (πρβλ. τὸ Λατ. ex-arare), Ἀριστοφ. Σφ. 850: - Παθ. μετοχ. πρκμ. ἠλοκισμένος, ηὐλακισμένος ἢ μεταφ. τετραυματισμένος, Λυκόφρ. 119, 381, κτλ.· πρβλ. [[καταλοκίζω]].
}}
{{bailly
|btext=tracer un sillon ; <i>fig. en parl. des rides</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλοξ]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλοκίζω Medium diacritics: ἀλοκίζω Low diacritics: αλοκίζω Capitals: ΑΛΟΚΙΖΩ
Transliteration A: alokízō Transliteration B: alokizō Transliteration C: alokizo Beta Code: a)loki/zw

English (LSJ)

(ἄλοξ) prop.

   A trace furrows: hence, write, draw, with play on words, Ar.V.850:—Pass., pf. part. ἠλοκισμένος scratched, torn, Lyc.119,381.

German (Pape)

[Seite 109] eine Furche ziehen, furchen, Ar. Vesp. 850; übertr., ritzen, verwunden, Lycophr. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοκίζω: (ἄλοξ) ἀρότρῳ τέμνω, ἀνοίγω αὔλακα ἢ δίοδον, χαράσσω, σημαίνει καὶ τὸ γράφω ἢ ἰχνογραφῶ ἐπὶ πινακιδίων κεχρισμένων διὰ κηροῦ (πρβλ. τὸ Λατ. ex-arare), Ἀριστοφ. Σφ. 850: - Παθ. μετοχ. πρκμ. ἠλοκισμένος, ηὐλακισμένος ἢ μεταφ. τετραυματισμένος, Λυκόφρ. 119, 381, κτλ.· πρβλ. καταλοκίζω.

French (Bailly abrégé)

tracer un sillon ; fig. en parl. des rides.
Étymologie: ἄλοξ.