καταλοκίζω
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
cut into furrows, κατὰ μὲν ὄνυξιν ἠλοκίσμεθ' E.Supp. 826 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1361] zerfurchen, zerkratzen, ὄνυξι, Eur. Suppl. 851, in tmesi.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αλοκίζω doorploegen, openkrabben.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰλοκίζω: расцарапывать, терзать, рвать (ὄνυξι Eur. - in tmesi).
Greek Monolingual
καταλοκίζω (Α)
κόβω, σχηματίζω αυλάκια («κατὰ μὲν ὄνυξιν ἠλοκίσμεθα» — έχουμε κάνει αυλάκια στα πρόσωπα μας με τα νύχια, Ευ p.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀλοκίζω «ανοίγω αυλάκια» (< ἄλοξ «αύλακα»)].
Greek Monotonic
κατᾰλοκίζω: μέλ. -σω, κόβω σχηματίζοντας αυλάκια, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰλοκίζω: κόπτων σχηματίζω αὔλακας, καταυλακίζω καὶ μεταφ., τραυματίζω, κάμνω ἀμυχάς, κατὰ μὲν ὄνυξιν ἠλοκίσμεθ’ Εὐρ. Ἱκέτ. 826.
Middle Liddell
fut. σω
to cut into furrows, Eur.