αὔτοπτος: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὔτοπτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ. | |lstext='''αὔτοπτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se laisse voir en personne.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ὄψομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A self-revealed, Jul.Or.7.221b, Suid.; ἐπ' αὐτόπτῳ, gloss on ἐπ' αὐτοφώρῳ, Hsch. II = αὐτοπτικός 11, PMag.Lond. 121.319,727, PMag.Par.1.162.
German (Pape)
[Seite 400] selbst gesehen, selbst ertappt, wie αὐτόφωρος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
αὔτοπτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀποκαλυπτόμενος, φανερὸς γινόμενος, Ἰουλιαν. 221A· - «ἐπ’ αὐτόπτῳ» Σουΐδ. ἐν ἐπ’ αὐτοφώρῳ. - Ἐπίρρ. τως Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se laisse voir en personne.
Étymologie: αὐτός, ὄψομαι.