ἀναφλεγμαίνω: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφλεγμαίνω''': μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82. | |lstext='''ἀναφλεγμαίνω''': μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἀνεφλέγμηνα;<br />s’enflammer, être enflammé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[φλεγμαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A inflame, Plu.Ant.82, cf. Gal.18(1).73.
German (Pape)
[Seite 213] durch Entzündung anschwellen, Plut. Ant. 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφλεγμαίνω: μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνεφλέγμηνα;
s’enflammer, être enflammé.
Étymologie: ἀνά, φλεγμαίνω.