ἀντιφράσσω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιφράσσω''': Ἀττ. -[[φράττω]], [[φράττω]], [[ἐμποδίζω]], [τὸ σιμὸν τῆς ῥινὸς] οὐκ ἀντιφράττει, ἀλλ’ εὐθὺς ἐᾷ τὰς ὄψεις ὁρᾶν ἃ ἂν βούλωνται Ξεν. Συμπ. 5. 6 «ἀντιπεφραγμένος [[λαμπτήρ]], ἔχων [[πέριξ]] αὑτοῦ [[κάλυμμα]], «καὶ τὰς νύκτας ἐπαίρεσθαι λαμπτῆρας ἀντιπεφραγμένους» Φίλιστος παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 116. ΙΙ. μ. δοτ., ἀποτελῶ [[περίφραγμα]], παρακωλύω τι, ἀντιφράττει τε (ἡ [[τέφρα]]) τῷ [[πέριξ]] ἀέρι πρὸς τὸ σβεννύναι (τὸ πῦρ) Ἀριστ. περὶ Ζωῆς κ. Θαν. 5. 6, πρβλ. Προβλ. 21. 20˙ ἰδίως ἐπὶ τῆς γῆς ἀποφραττούσης τὸ φῶς τοῦ ἡλίου (ὡς κατὰ τὴν ἔκλειψιν τῆς σελήνης), ὅσοις ἀντιφράττει ἡ γῆ [[ὥστε]] μὴ ὁρᾶσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ὅσα οὐράνια σώματα παρεμπίπτουσα ἡ γῆ ἀποστερεῖ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου (κάμνει νὰ μὴ τὰ βλέπῃ ὁ [[ἥλιος]]), ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 8, 5˙ ἕκαστον ἀντιφράττει αὐτὴν (αὐτῇ;), δηλ. τὴν σελήνην, ὁ αὐτ. Οὐρ. 2.13, 7: ― ἀπόλ., ἡ γῆ ἀντ. ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 31, 2, πρβλ. 2. 2, 3˙ ἡ [[θάλαττα]] ἀντ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 38˙ κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀντ. ὁ αὐτ. Περὶ ψυχ. 3. 4, 3. 2) ἴδε [[ἀντίφραξις]]: ― Παθ., τίθεμαι ὡς ἐμπόδιον, ἀντιφραχθέντος τινὸς περὶ τὴν ἀναπνοὴν Πλάτ. Τίμ. 66Ε.
|lstext='''ἀντιφράσσω''': Ἀττ. -[[φράττω]], [[φράττω]], [[ἐμποδίζω]], [τὸ σιμὸν τῆς ῥινὸς] οὐκ ἀντιφράττει, ἀλλ’ εὐθὺς ἐᾷ τὰς ὄψεις ὁρᾶν ἃ ἂν βούλωνται Ξεν. Συμπ. 5. 6 «ἀντιπεφραγμένος [[λαμπτήρ]], ἔχων [[πέριξ]] αὑτοῦ [[κάλυμμα]], «καὶ τὰς νύκτας ἐπαίρεσθαι λαμπτῆρας ἀντιπεφραγμένους» Φίλιστος παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 116. ΙΙ. μ. δοτ., ἀποτελῶ [[περίφραγμα]], παρακωλύω τι, ἀντιφράττει τε (ἡ [[τέφρα]]) τῷ [[πέριξ]] ἀέρι πρὸς τὸ σβεννύναι (τὸ πῦρ) Ἀριστ. περὶ Ζωῆς κ. Θαν. 5. 6, πρβλ. Προβλ. 21. 20˙ ἰδίως ἐπὶ τῆς γῆς ἀποφραττούσης τὸ φῶς τοῦ ἡλίου (ὡς κατὰ τὴν ἔκλειψιν τῆς σελήνης), ὅσοις ἀντιφράττει ἡ γῆ [[ὥστε]] μὴ ὁρᾶσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ὅσα οὐράνια σώματα παρεμπίπτουσα ἡ γῆ ἀποστερεῖ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου (κάμνει νὰ μὴ τὰ βλέπῃ ὁ [[ἥλιος]]), ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 8, 5˙ ἕκαστον ἀντιφράττει αὐτὴν (αὐτῇ;), δηλ. τὴν σελήνην, ὁ αὐτ. Οὐρ. 2.13, 7: ― ἀπόλ., ἡ γῆ ἀντ. ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 31, 2, πρβλ. 2. 2, 3˙ ἡ [[θάλαττα]] ἀντ. ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 8, 38˙ κωλύει τὸ ἀλλότριον καὶ ἀντ. ὁ αὐτ. Περὶ ψυχ. 3. 4, 3. 2) ἴδε [[ἀντίφραξις]]: ― Παθ., τίθεμαι ὡς ἐμπόδιον, ἀντιφραχθέντος τινὸς περὶ τὴν ἀναπνοὴν Πλάτ. Τίμ. 66Ε.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> opposer une barrière ; <i>t. de méc.</i> clôturer, cloisonner, blinder;<br /><b>2</b> <i>p. suite</i> s’interposer devant, intercepter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φράσσω]].
}}
}}