χαλκοχάρμης: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. [[πόλεμος]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ [[χάρμα]]), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. [[σιδηροχάρμης]].
|lstext='''χαλκοχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. [[πόλεμος]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ [[χάρμα]]), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. [[σιδηροχάρμης]].
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui combat avec une armure d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[χάρμη]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοχάρμης Medium diacritics: χαλκοχάρμης Low diacritics: χαλκοχάρμης Capitals: ΧΑΛΚΟΧΑΡΜΗΣ
Transliteration A: chalkochármēs Transliteration B: chalkocharmēs Transliteration C: chalkocharmis Beta Code: xalkoxa/rmhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fighting in armour of bronze, ξένοι Τρῶες Pi.P.5.82; χ. πόλεμος Id.I.6(5).27 (also expld. as (from χάρμα), delighting in arms).

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, in Erz, in eherner Rüstung kämpfend, πόλεμος Pind. I. 5, 26, ξένοι P. 5, 82, nach Andern = sich des Erzes, der Waffen freuend.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος διὰ χαλκοῦ, δηλ. ἔχων χάλκινον ὁπλισμόν, ξένοι Τρῶες Πινδ. Π. 5. 109˙ χ. πόλεμος ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6. (5). 39˙ ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν (ἐκ τοῦ χάρμα), ὁ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις χαίρων, πρβλ. σιδηροχάρμης.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui combat avec une armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, χάρμη.