σκελετός: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκελετός''': -ή, -όν, (√ ΣΚΕΛ, [[σκέλλω]]) ὁ ἀπεξηραμμένος, [[κατάξηρος]], Κινησίας σκ.· ἄπυγος Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2· σκ. [[δάκος]] Νικ. Θηρ. 696. ΙΙ. σκελετόν (ἐξυπακ. [[σῶμα]]), τό, ἀπεξηραμμένον [[σῶμα]], «μομμία», Πλούτ. 2. 736Α, πρβλ. 148Α· [[ὡσαύτως]] ἀρσεν., Λαμπρὸς ... Μουσῶν σκελετὸς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἠμιθανῆ σκελετὸν Ἀνθ. Π. 11. 392· τῶν ὑπὸ γῆν σκελετῶν λεπτότατος [[αὐτόθι]] 92· κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Πλουτ. Ἀντών. 75 2) «[[σκελετός]]», τὸ σύνολον τῶν ὀστῶν, Γαλην. 2. 221, 222, κ. ἀλλ. | |lstext='''σκελετός''': -ή, -όν, (√ ΣΚΕΛ, [[σκέλλω]]) ὁ ἀπεξηραμμένος, [[κατάξηρος]], Κινησίας σκ.· ἄπυγος Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2· σκ. [[δάκος]] Νικ. Θηρ. 696. ΙΙ. σκελετόν (ἐξυπακ. [[σῶμα]]), τό, ἀπεξηραμμένον [[σῶμα]], «μομμία», Πλούτ. 2. 736Α, πρβλ. 148Α· [[ὡσαύτως]] ἀρσεν., Λαμπρὸς ... Μουσῶν σκελετὸς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἠμιθανῆ σκελετὸν Ἀνθ. Π. 11. 392· τῶν ὑπὸ γῆν σκελετῶν λεπτότατος [[αὐτόθι]] 92· κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Πλουτ. Ἀντών. 75 2) «[[σκελετός]]», τὸ σύνολον τῶν ὀστῶν, Γαλην. 2. 221, 222, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />desséché ; τὸ σκελετόν ([[σῶμα]]) momie ; ὁ [[σκελετός]] squelette.<br />'''Étymologie:''' [[σκέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (σκέλλω)
A dried up, withered, Κινησίας σ., ἄπυγος Pl.Com.184.3; σ. δάκος Nic. Th.696. II Subst. σκελετός, ὁ, dried body, mummy, Λάμπρος . . Μουσῶν σ. Phryn.Com.69, cf. Str.17.3.8, Plu.2.148a, 735f; ἡμιθανῆ σ. AP11.392 (Lucill.); τῶν ὑπὸ γῆν σ. λεπτότατος ib.92 (Id.); κείσεται σ. καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Plu.Ant.75. 2 skeleton, Phld. Mort.30, Gal.2.221,222,734, al. III v. σκελετά.
German (Pape)
[Seite 891] ausgetrocknet, δάκος, Nic. Ther. 696, Schol. ἐσκληκός; ausgedörrt, abgemagert, dah. trocken, dürr, mager; τὸ σκελετόν, sc. σῶμα, Mumie, Plut. Sept. sap. conv. 2; οἱ ὑπὸ γῆν, Lucill. 56 (IX, 92); vgl. Luc. Necyom. 15. – Uebtr. sagt Plut. Anton. 76 αὐτὸς δὲ κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος.
Greek (Liddell-Scott)
σκελετός: -ή, -όν, (√ ΣΚΕΛ, σκέλλω) ὁ ἀπεξηραμμένος, κατάξηρος, Κινησίας σκ.· ἄπυγος Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2· σκ. δάκος Νικ. Θηρ. 696. ΙΙ. σκελετόν (ἐξυπακ. σῶμα), τό, ἀπεξηραμμένον σῶμα, «μομμία», Πλούτ. 2. 736Α, πρβλ. 148Α· ὡσαύτως ἀρσεν., Λαμπρὸς ... Μουσῶν σκελετὸς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἠμιθανῆ σκελετὸν Ἀνθ. Π. 11. 392· τῶν ὑπὸ γῆν σκελετῶν λεπτότατος αὐτόθι 92· κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Πλουτ. Ἀντών. 75 2) «σκελετός», τὸ σύνολον τῶν ὀστῶν, Γαλην. 2. 221, 222, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
desséché ; τὸ σκελετόν (σῶμα) momie ; ὁ σκελετός squelette.
Étymologie: σκέλλω.