πανταχοῦ: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παντᾰχοῦ''': Ἐπίρρ. ὡς καὶ νῦν, ἐν παντὶ τόπῳ, κοινῶς «παντοῦ», Λατ. ubique, ubivis, Ἡρόδ. 3. 117 (διάφ. γραφ. πανταχῆ) καὶ Ἀττ.· οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. Σοφ. Αἴ. 1252· [[οὐδαμοῦ]] καὶ π. Εὐρ. Ι. Τ. 568· ἐν τοῖς λόγοις π. Θουκ. 4. 108· [[ἄλλοθι]] π. Πλάτ. Χαρμ. 160Α· - [[μετὰ]] γεν., π. τῆς γῆς (κοινῶς [[πολλαχοῦ]]) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 111Α· - [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως διορθωτέον [[πανταχοῖ]], (ἴδε ἐν λ. [[οὐδαμοῖ]]), Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἀριστοφ. Λυσ. 1230. ΙΙ. [[ὅλως]], ἀείποτε, ὁλοσχερῶς, Πλάτ. Πολ. 503Α· οὐ π., [[οὐδαμῶς]], ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 128Β.
|lstext='''παντᾰχοῦ''': Ἐπίρρ. ὡς καὶ νῦν, ἐν παντὶ τόπῳ, κοινῶς «παντοῦ», Λατ. ubique, ubivis, Ἡρόδ. 3. 117 (διάφ. γραφ. πανταχῆ) καὶ Ἀττ.· οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. Σοφ. Αἴ. 1252· [[οὐδαμοῦ]] καὶ π. Εὐρ. Ι. Τ. 568· ἐν τοῖς λόγοις π. Θουκ. 4. 108· [[ἄλλοθι]] π. Πλάτ. Χαρμ. 160Α· - [[μετὰ]] γεν., π. τῆς γῆς (κοινῶς [[πολλαχοῦ]]) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 111Α· - [[μετὰ]] ῥημάτων κινήσεως διορθωτέον [[πανταχοῖ]], (ἴδε ἐν λ. [[οὐδαμοῖ]]), Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἀριστοφ. Λυσ. 1230. ΙΙ. [[ὅλως]], ἀείποτε, ὁλοσχερῶς, Πλάτ. Πολ. 503Α· οὐ π., [[οὐδαμῶς]], ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 128Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> partout, en tous lieux <i>avec ou sans mouv.</i> ; avec le gén. : [[πανταχοῦ]] τῆς γῆς PLAT sur tous les points de la terre;<br /><b>2</b> absolument.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], -αχοῦ.
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντᾰχοῦ Medium diacritics: πανταχοῦ Low diacritics: πανταχού Capitals: ΠΑΝΤΑΧΟΥ
Transliteration A: pantachoû Transliteration B: pantachou Transliteration C: pantachoy Beta Code: pantaxou=

English (LSJ)

Adv.

   A everywhere, Hdt.3.117 (nisi leg. πενταχοῦ), Th.4.108, etc.; οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. S.Aj.1252; οὐδαμοῦ καὶ π. E. IT568; ἄλλοθι π. Pl.Chrm.160a: c. gen., π. τῆς γῆς (v.l. πολλαχοῦ) Id.Phd.111a: later with Verbs of Motion, ἐξῆλθε ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ π. Ev.Marc.1.28: in early writers πανταχοῖ should be restd., as E.IT68, Ar.Lys.1230.    II altogether, absolutely, Pl.R.503a; οὐ π. ᾔσθησαι not at all, Id.Prm.128b.

German (Pape)

[Seite 463] überall, an allen Orten; κοὐδαμοῦ καὶ πανταχοῦ, Eur. I. T. 568; Soph. Ai. 1252; ἄλλοθι πανταχοῦ, Plat. Charm. 160 c, öfter, u. Folgende; auch cum gen., πανταχοῦ γῆς, Plat. Phaed. 111 a.

Greek (Liddell-Scott)

παντᾰχοῦ: Ἐπίρρ. ὡς καὶ νῦν, ἐν παντὶ τόπῳ, κοινῶς «παντοῦ», Λατ. ubique, ubivis, Ἡρόδ. 3. 117 (διάφ. γραφ. πανταχῆ) καὶ Ἀττ.· οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. Σοφ. Αἴ. 1252· οὐδαμοῦ καὶ π. Εὐρ. Ι. Τ. 568· ἐν τοῖς λόγοις π. Θουκ. 4. 108· ἄλλοθι π. Πλάτ. Χαρμ. 160Α· - μετὰ γεν., π. τῆς γῆς (κοινῶς πολλαχοῦ) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 111Α· - μετὰ ῥημάτων κινήσεως διορθωτέον πανταχοῖ, (ἴδε ἐν λ. οὐδαμοῖ), Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἀριστοφ. Λυσ. 1230. ΙΙ. ὅλως, ἀείποτε, ὁλοσχερῶς, Πλάτ. Πολ. 503Α· οὐ π., οὐδαμῶς, ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 128Β.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 partout, en tous lieux avec ou sans mouv. ; avec le gén. : πανταχοῦ τῆς γῆς PLAT sur tous les points de la terre;
2 absolument.
Étymologie: πᾶς, -αχοῦ.