φιαρός: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φιᾰρός''': -ά, -όν, [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς, [[λαμπρός]], λάμπων, ἐπὶ τῆς ἕω, φιαρὴ [[τῆμος]] ἀνέσχεν ἕως Καλλ. Ἀποσπ. 257· αἴγλῃσι φιαρῇσι Μάξ. Περὶ Καταρχ. 594· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[λαμπρός]], [[ζωηρός]], ἐπὶ νεαρᾶς κόρης, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς Θεόκρ. 11. 21· ἐπὶ ἰχθύος, [[λιπαρός]], ὁ γὰρ φιαρώτατος ἄλλων ὁ αὐτ. 31. 4· φιαρὸν [[δέμας]] Μάξιμ. Περὶ Καταρχ. 443· ἐπὶ πτηνοῦ, παχύ, Νικ. Ἀλεξιφ. 387· ἐπὶ τοῦ ἄνθους τοῦ γάλακτος, «κρέμας», φιαρήν... γρῆϋν, τὸν πεπηγότα ἀφρὸν τὸν ἐπὶ τοῦ γάλακτος γινόμενον, Τουρκ. «καϊμάκι», [[αὐτόθι]] 91. ([[Κατὰ]] τὸν Μ. Müller ἐκ τῆς √ΠΙ, ὡς εἰ ὁ ἀρχικ. [[τύπος]] ἦν πιF-αρός, πρβλ. Σανσκρ. piv-aras (pinguis), ἀλλ’ ὁ Curt. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς μεταβολῆς ταύτης ὡς καὶ ἐν τῇ λέξ. [[φιάλη]], σ. 498). | |lstext='''φιᾰρός''': -ά, -όν, [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς, [[λαμπρός]], λάμπων, ἐπὶ τῆς ἕω, φιαρὴ [[τῆμος]] ἀνέσχεν ἕως Καλλ. Ἀποσπ. 257· αἴγλῃσι φιαρῇσι Μάξ. Περὶ Καταρχ. 594· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[λαμπρός]], [[ζωηρός]], ἐπὶ νεαρᾶς κόρης, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς Θεόκρ. 11. 21· ἐπὶ ἰχθύος, [[λιπαρός]], ὁ γὰρ φιαρώτατος ἄλλων ὁ αὐτ. 31. 4· φιαρὸν [[δέμας]] Μάξιμ. Περὶ Καταρχ. 443· ἐπὶ πτηνοῦ, παχύ, Νικ. Ἀλεξιφ. 387· ἐπὶ τοῦ ἄνθους τοῦ γάλακτος, «κρέμας», φιαρήν... γρῆϋν, τὸν πεπηγότα ἀφρὸν τὸν ἐπὶ τοῦ γάλακτος γινόμενον, Τουρκ. «καϊμάκι», [[αὐτόθι]] 91. ([[Κατὰ]] τὸν Μ. Müller ἐκ τῆς √ΠΙ, ὡς εἰ ὁ ἀρχικ. [[τύπος]] ἦν πιF-αρός, πρβλ. Σανσκρ. piv-aras (pinguis), ἀλλ’ ὁ Curt. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς μεταβολῆς ταύτης ὡς καὶ ἐν τῇ λέξ. [[φιάλη]], σ. 498). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> brillant de force et de santé, luisant d’embonpoint ; <i>p. ext.</i> gras;<br /><b>2</b> brillant <i>en parl. de la peau qui se forme sur le lait</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πῖαρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, a word used by Alex. Poets,
A gleaming, shining, of the dawn, Call.Fr.257; αἴγλῃσιν φιαρῇσι Max.594; generally, bright, of a young girl, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς Theoc. 11.21; φιαρὸν δέμας Max.443; sleek, of a bird, Nic.Al. 387; of cream, φιαρὴ γρῆϋς ib.91.
German (Pape)
[Seite 1273] ion. φιερός, leuchtend, glänzend, hell; nach Galen λαμπρὸς ὑπὸ ὑγρότητος; Nic. φιαρὴν δὲ ποτοῦ ἀποαίνυσο γρῆ ϋν Al. 91, von der Fetthaut auf der stehenden Milch, Schol. τὸν πεπηγότα ἀφρὸν τοῦ γάλακτος; vgl. Philostr. imagg. 1, 31 und Theocr. bei Ath. VI, 284 a; übh. fett, ὄρνις Nic. Al. 387; auch, wie λιπαρός, von der glänzenden Oberfläche des Leibes od. einzelner Glieder, die in frischer Gesundheit u. jugendlicher Fülle strotzen. φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμῆς Theocr. 11, 21, von einem jungen Mädchen gesagt. – Schon die Alten leiteten es von φάος ab, schwerlich richtig, obgleich im E. M. aus Callim. φιαρὴ τῆμος ἀνέσχεν ἕως angeführt wird, Andere von πῖαρ, πιαρός. – Buttmann nimmt zwei Grundbedeutungen an, die eine von φῶς, wie μνιαρός von μνοῦς gebildet, die andere von φύω, wie θίασος von θύω, compact, fest.
Greek (Liddell-Scott)
φιᾰρός: -ά, -όν, λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς, λαμπρός, λάμπων, ἐπὶ τῆς ἕω, φιαρὴ τῆμος ἀνέσχεν ἕως Καλλ. Ἀποσπ. 257· αἴγλῃσι φιαρῇσι Μάξ. Περὶ Καταρχ. 594· ἀκολούθως καθόλου, λαμπρός, ζωηρός, ἐπὶ νεαρᾶς κόρης, φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς Θεόκρ. 11. 21· ἐπὶ ἰχθύος, λιπαρός, ὁ γὰρ φιαρώτατος ἄλλων ὁ αὐτ. 31. 4· φιαρὸν δέμας Μάξιμ. Περὶ Καταρχ. 443· ἐπὶ πτηνοῦ, παχύ, Νικ. Ἀλεξιφ. 387· ἐπὶ τοῦ ἄνθους τοῦ γάλακτος, «κρέμας», φιαρήν... γρῆϋν, τὸν πεπηγότα ἀφρὸν τὸν ἐπὶ τοῦ γάλακτος γινόμενον, Τουρκ. «καϊμάκι», αὐτόθι 91. (Κατὰ τὸν Μ. Müller ἐκ τῆς √ΠΙ, ὡς εἰ ὁ ἀρχικ. τύπος ἦν πιF-αρός, πρβλ. Σανσκρ. piv-aras (pinguis), ἀλλ’ ὁ Curt. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς μεταβολῆς ταύτης ὡς καὶ ἐν τῇ λέξ. φιάλη, σ. 498).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 brillant de force et de santé, luisant d’embonpoint ; p. ext. gras;
2 brillant en parl. de la peau qui se forme sur le lait.
Étymologie: πῖαρ.