θοόω: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θοόω''': μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) [[κάμνω]] τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ [[ὀξύνω]], Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., [[παροργίζομαι]], παροξύνομαι, κατά τινος [[αὐτόθι]] 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11. | |lstext='''θοόω''': μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) [[κάμνω]] τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ [[ὀξύνω]], Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., [[παροργίζομαι]], παροξύνομαι, κατά τινος [[αὐτόθι]] 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=θοῶ;<br />aiguiser.<br />'''Étymologie:''' [[θοός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
(θοός B)
A make sharp or pointed, Od.9.327; τεθοωμένος Nic. Th.228. II metaph., in Pass., ἐν πυρὶ φωνὴν τεθοωμένος Hermesian. 7.11; λύσσῃ τεθοωμένος Opp.H.1.557, 2.525.
German (Pape)
[Seite 1214] spitz machen, schärfen; θόωσα Od. 9, 327; sp. D.; τεθοωμένος Nic. Th. 227; Opp. Hal. 1, 557. 2, 525 u. A., auch übertr., anreizen, aufregen.
Greek (Liddell-Scott)
θοόω: μέλλ. ώσω, (θοὸς ΙΙ.) κάμνω τι ὀξὺ ἢ κοπτερόν, «σουβλερόν», ὡς τὸ ὀξύνω, Ὀδ. Ι. 327· τεθοωμένος Νικ. Θηρ. 228. ΙΙ. Παθ., παροργίζομαι, παροξύνομαι, κατά τινος αὐτόθι 28· λύσσῃ, μανίῃ τεθοωμένος Ὀππ. Ἁλ. 1, 557., 2. 525, πρβλ. Ἑρμησιάνακτ. Ἐλεγ. στ. 11.
French (Bailly abrégé)
θοῶ;
aiguiser.
Étymologie: θοός.