φορβάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φορβάς''': -άδος, ὁ, ἡ· ([[φέρβω]])· ― ὁ παρέχων φορβήν, νομήν, ἢ τροφήν, φορβάδος ἐκ γαίας, τῆς παρεχούσης φορβήν, Σοφ. Φιλ. 700, Ἀποσπ. 285. ΙΙ. ὁ ἐν ἀγέλῃ νεμόμενος, ἐν λειμῶνι βοσκόμενος, Λατ. gregalis, φορβάδες ἵπποι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροφίαι (δηλ. θήλειαι ἵπποι τρεφόμεναι ἐν ἱππῶνι, ἐπὶ φάτνῃ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 1 κἑξ.· οὕτω, [[πῶλος]] [[ὅπως]] ἅμα ματέρι φορβάδι Εὐρ. Βάκχ. 165· [[οἷον]]... πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους, φορβάδας τοὺς νέους ἔκτησθε Πλάτ. Νόμ. 666Ε· ἐπὶ αἰγῶν, Νικ. Θηρ. 925· ἐπὶ χοίρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1025· ― ἀπολύτως, [[φορβάς]], κοινῶς «φοράδα», Ὀππ. Κυνηγ. 1. 385· πρβλ. [[φορβαδικός]]· ― ὡς ἀρσεν., φ. [[ταῦρος]] Συλλ. Ἐπιγραφ. 7747. 2) μεταφορ., λέγεται ἐπὶ γυναικῶν αἵτινες τρέφονται διὰ τῆς πορνείας, Πινδ. Ἀποσπ. 87. 11, Σοφ. Ἀποσπ. 645.
|lstext='''φορβάς''': -άδος, ὁ, ἡ· ([[φέρβω]])· ― ὁ παρέχων φορβήν, νομήν, ἢ τροφήν, φορβάδος ἐκ γαίας, τῆς παρεχούσης φορβήν, Σοφ. Φιλ. 700, Ἀποσπ. 285. ΙΙ. ὁ ἐν ἀγέλῃ νεμόμενος, ἐν λειμῶνι βοσκόμενος, Λατ. gregalis, φορβάδες ἵπποι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροφίαι (δηλ. θήλειαι ἵπποι τρεφόμεναι ἐν ἱππῶνι, ἐπὶ φάτνῃ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 1 κἑξ.· οὕτω, [[πῶλος]] [[ὅπως]] ἅμα ματέρι φορβάδι Εὐρ. Βάκχ. 165· [[οἷον]]... πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους, φορβάδας τοὺς νέους ἔκτησθε Πλάτ. Νόμ. 666Ε· ἐπὶ αἰγῶν, Νικ. Θηρ. 925· ἐπὶ χοίρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1025· ― ἀπολύτως, [[φορβάς]], κοινῶς «φοράδα», Ὀππ. Κυνηγ. 1. 385· πρβλ. [[φορβαδικός]]· ― ὡς ἀρσεν., φ. [[ταῦρος]] Συλλ. Ἐπιγραφ. 7747. 2) μεταφορ., λέγεται ἐπὶ γυναικῶν αἵτινες τρέφονται διὰ τῆς πορνείας, Πινδ. Ἀποσπ. 87. 11, Σοφ. Ἀποσπ. 645.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />qui donne la pâture, nourricier, fécond.<br />'''Étymologie:''' [[φέρβω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορβάς Medium diacritics: φορβάς Low diacritics: φορβάς Capitals: ΦΟΡΒΑΣ
Transliteration A: phorbás Transliteration B: phorbas Transliteration C: forvas Beta Code: forba/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ (φέρβω)

   A giving pasture or food, φ. γαῖα bounteous earth, S.Ph.700 (lyr.); but φ. γῆ land that nourished me, Id.Fr.300.    II out at grass, grazing, φορβάδες ἵπποι, opp. τροφίαι (horses kept in the stable), Arist.HA604a22; πῶλος ὅπως ἅμα ματέρι φορβάδι E.Ba.167 (lyr.); οἷον . . πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους φορβάδας τοὺς νέους κέκτησθε Pl.Lg.666e; αἴξ Nic.Th.925; σύες A.R. 2.1024: abs., mare, Opp.C.1.386, Hippiatr.15, Epic. in BKT5(1).112.    2 metaph. of women who support themselves by prostitution, Pi.Fr.122.15, S.Fr.720, cf. Poll.7.203.

German (Pape)

[Seite 1299] άδος, ὁ, ἡ, 1) Weide, Nahrung gewährend, nährend, γῆ, die Nahrung gebende Erde, Soph. Phil. 693. – 2) auf der Weide, in der Heerde weidend, ἵππος, βοῦς u. vgl., Plat. Legg. II, 666 e. – Auch ἡ φορβάς allein, sc. ἵππος, eine mit der Heerde weidende Stute, Eur. Bacch. 167; im Ggstz von τροφίας, im Stalle gefüttert, Sp.; – auch ein Schwein, Lycophr. 676. – Γυνὴ φορβάς, = τροφός, Soph. frg. 645; nach Poll. 7, 203 = πόρνη, wie nach Eust. ἡ πολλοῖς προσομιλοῦσα τροφῆς χάριν; Ap. Rh. 2, 89. 3, 276; κόραι Pind. bei Ath. 574 a.

Greek (Liddell-Scott)

φορβάς: -άδος, ὁ, ἡ· (φέρβω)· ― ὁ παρέχων φορβήν, νομήν, ἢ τροφήν, φορβάδος ἐκ γαίας, τῆς παρεχούσης φορβήν, Σοφ. Φιλ. 700, Ἀποσπ. 285. ΙΙ. ὁ ἐν ἀγέλῃ νεμόμενος, ἐν λειμῶνι βοσκόμενος, Λατ. gregalis, φορβάδες ἵπποι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροφίαι (δηλ. θήλειαι ἵπποι τρεφόμεναι ἐν ἱππῶνι, ἐπὶ φάτνῃ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 1 κἑξ.· οὕτω, πῶλος ὅπως ἅμα ματέρι φορβάδι Εὐρ. Βάκχ. 165· οἷον... πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους, φορβάδας τοὺς νέους ἔκτησθε Πλάτ. Νόμ. 666Ε· ἐπὶ αἰγῶν, Νικ. Θηρ. 925· ἐπὶ χοίρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1025· ― ἀπολύτως, φορβάς, κοινῶς «φοράδα», Ὀππ. Κυνηγ. 1. 385· πρβλ. φορβαδικός· ― ὡς ἀρσεν., φ. ταῦρος Συλλ. Ἐπιγραφ. 7747. 2) μεταφορ., λέγεται ἐπὶ γυναικῶν αἵτινες τρέφονται διὰ τῆς πορνείας, Πινδ. Ἀποσπ. 87. 11, Σοφ. Ἀποσπ. 645.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
qui donne la pâture, nourricier, fécond.
Étymologie: φέρβω.