τεχνίτης: Difference between revisions
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεχνίτης''': [ῑ], -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ μετερχόμενος τέχνην τινά, [[χειρῶναξ]], ἐπιτηδευματίας, «μάστορης», γεωργὸς Ξεν. Οἰκ. 6. 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.· τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, ᾧ ἀντίκειται ὁ ἐλευθερίως πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 4 καὶ 5. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν ἢ χειριζόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, δεξιὸς [[ἐργάτης]], ἀντίθετον τῷ ἄτεχνος, Πλάτ. Σοφ. 219Α, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 23, 3, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τῷ ὁ [[ἔμπειρος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 10· ― [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τ. τῶν πολεμικῶν, πεπειραμένος εἰς..., Ξεν. Λακ. 13, 5· [[ὡσαύτως]], οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ., ἄνθρωποι ἀσχολούμενοι περὶ τὰς θρησκευτικὰς τελετὰς καὶ συνηθείας, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 11· τ. λόγων, ὡς [[σκῶμμα]], Αἰσχίν. 24. 19· ― οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖται ἢ οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., θεατρικοὶ τεχνῖται, μουσικοί τε καὶ ὑποκριταί, Δημ., 401. 14, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, Προβλ. 30. 10, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 212D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2619, -20, κ. ἀλλ., Πολύβ. 16. 21, 8. ΙΙΙ. [[δολοπλόκος]], [[ῥᾳδιουργός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 13. 5. | |lstext='''τεχνίτης''': [ῑ], -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ μετερχόμενος τέχνην τινά, [[χειρῶναξ]], ἐπιτηδευματίας, «μάστορης», γεωργὸς Ξεν. Οἰκ. 6. 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.· τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, ᾧ ἀντίκειται ὁ ἐλευθερίως πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 4 καὶ 5. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν ἢ χειριζόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, δεξιὸς [[ἐργάτης]], ἀντίθετον τῷ ἄτεχνος, Πλάτ. Σοφ. 219Α, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 23, 3, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τῷ ὁ [[ἔμπειρος]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 10· ― [[μετὰ]] γεν. πράγμ., τ. τῶν πολεμικῶν, πεπειραμένος εἰς..., Ξεν. Λακ. 13, 5· [[ὡσαύτως]], οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ., ἄνθρωποι ἀσχολούμενοι περὶ τὰς θρησκευτικὰς τελετὰς καὶ συνηθείας, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 11· τ. λόγων, ὡς [[σκῶμμα]], Αἰσχίν. 24. 19· ― οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖται ἢ οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., θεατρικοὶ τεχνῖται, μουσικοί τε καὶ ὑποκριταί, Δημ., 401. 14, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, Προβλ. 30. 10, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 212D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2619, -20, κ. ἀλλ., Πολύβ. 16. 21, 8. ΙΙΙ. [[δολοπλόκος]], [[ῥᾳδιουργός]], Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 13. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> artisan;<br /><b>II.</b> artiste, <i>particul.</i><br /><b>1</b> habile artiste ; <i>p. ext.</i> qui s’entend à, habile en : [[τῶν]] πολεμικῶν XÉN qui s’entend aux choses de la guerre ; [[οἱ]] περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῖται XÉN les personnes versées dans les pratiques religieuses;<br /><b>2</b> comédien ; <i>en mauv. part</i> fourbe, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A artificer, craftsman, opp. γεωργός, X.Oec.6.6, Arist.Pol.1262b26, al.; opp. ῥήτωρ, Emp. ap. Thphr.Sens.11; of a potter, PCair.Zen.500.2,3 (iii B.C.); τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, opp. οἱ ἐλευθερίως πεπαιδευμένοι, X.Mem.2.7.4,5, cf. Act.Ap.19.24: metaph., πόλις ἧς τ. καὶ δημιουργὸς ὁ θεός Ep.Hebr.11.10, cf. LXX Wi.13.1. II one who does or handles a thing by the rules of art, skilled workman, opp. ἄτεχνος, Pl.Sph.219a, cf. Hp.VM4, Arist.Rh.1397b23, Gal.6.155, 18(2).245; opp. ἰδιώτης, Id.6.204; opp. ὁ ἔμπειρος, Arist.Metaph.981b31; c. gen. rei, τ. τῶν πολεμικῶν skilled in... X.Lac.13.5; also οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ. persons versed in religious practices, Id.Cyr.8.3.11; ἄνθρωπος τ. λόγων, as a sneer, Aeschin.1.170; οἱ Διονυσιακοὶ τ. or οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., theatrical artists, musicians as well as actors, D. 19.192 (where τ. alone), Arist.Rh.1405a24, Pr.956b11, SIG399.12 (Amphict. Delph., iii B.C.), CIG2619, al. (Cyprus), OGI50 (Egypt, iii B.C.), Plb.16.21.8, Posidon.36 J., etc.; so perh. in οἷος τ. παραπόλλυμαι, = Lat.qualis artifex pereo (Nero's last words), D.C.63.29. III trickster, intriguer, Luc.DMort.13.5.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνίτης: [ῑ], -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ μετερχόμενος τέχνην τινά, χειρῶναξ, ἐπιτηδευματίας, «μάστορης», γεωργὸς Ξεν. Οἰκ. 6. 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.· τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, ᾧ ἀντίκειται ὁ ἐλευθερίως πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 4 καὶ 5. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν ἢ χειριζόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, δεξιὸς ἐργάτης, ἀντίθετον τῷ ἄτεχνος, Πλάτ. Σοφ. 219Α, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 23, 3, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τῷ ὁ ἔμπειρος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 10· ― μετὰ γεν. πράγμ., τ. τῶν πολεμικῶν, πεπειραμένος εἰς..., Ξεν. Λακ. 13, 5· ὡσαύτως, οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ., ἄνθρωποι ἀσχολούμενοι περὶ τὰς θρησκευτικὰς τελετὰς καὶ συνηθείας, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 11· τ. λόγων, ὡς σκῶμμα, Αἰσχίν. 24. 19· ― οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖται ἢ οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., θεατρικοὶ τεχνῖται, μουσικοί τε καὶ ὑποκριταί, Δημ., 401. 14, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, Προβλ. 30. 10, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 212D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2619, -20, κ. ἀλλ., Πολύβ. 16. 21, 8. ΙΙΙ. δολοπλόκος, ῥᾳδιουργός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 13. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. artisan;
II. artiste, particul.
1 habile artiste ; p. ext. qui s’entend à, habile en : τῶν πολεμικῶν XÉN qui s’entend aux choses de la guerre ; οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῖται XÉN les personnes versées dans les pratiques religieuses;
2 comédien ; en mauv. part fourbe, charlatan.
Étymologie: τέχνη.