ἐκτοξεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτοξεύω''': [[ῥίπτω]] πάντα τὰ βέλη, κενῶ τὴν φαρέτραν, ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Ἡρόδ. 1. 214, κτλ.· μεταφ., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν, ἐξήντλησεν, Εὐρ. Ἀνδρ. 365· ἐν τῷ παθ., νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ἀριστοφ. Πλ. 34. 2) ἀπολ., [[ῥίπτω]] ἔκ τινος μέρους βέλη, [[τοξεύω]], Ξεν. Ἀν. 7.8, 14, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, κτλ.
|lstext='''ἐκτοξεύω''': [[ῥίπτω]] πάντα τὰ βέλη, κενῶ τὴν φαρέτραν, ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Ἡρόδ. 1. 214, κτλ.· μεταφ., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν, ἐξήντλησεν, Εὐρ. Ἀνδρ. 365· ἐν τῷ παθ., νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ἀριστοφ. Πλ. 34. 2) ἀπολ., [[ῥίπτω]] ἔκ τινος μέρους βέλη, [[τοξεύω]], Ξεν. Ἀν. 7.8, 14, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> lancer des flèches d’un endroit;<br /><b>2</b> épuiser ses traits ; <i>fig.</i> ἐκτ. βίον AR épuiser, <i>càd</i> user sa vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τοξεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτοξεύω Medium diacritics: ἐκτοξεύω Low diacritics: εκτοξεύω Capitals: ΕΚΤΟΞΕΥΩ
Transliteration A: ektoxeúō Transliteration B: ektoxeuō Transliteration C: ektokseyo Beta Code: e)ktoceu/w

English (LSJ)

   A shoot out, shoot away, τὰ βέλη ἐξετετόξευτο Hdt.1.214, etc.; ἐ. γραφήν Hld.9.5: metaph., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν has shot away all its arrows, i.e. has no resource left, E.Andr.365; νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.34.    2 metaph., reject, banish, ἀλήθειαν Ph.1.528:—Pass., ὑπερόριος ἐ. ib.252.    3 abs., shoot from a place, shoot arrows, X.An.7.8.14,Arr.An.1.1.11.    4 Pass., of the pulse, Gal.8.486.

German (Pape)

[Seite 782] 1) herausschießen, z. B. aus einem Thurme, Xen. An. 7, 8, 14 u. Sp. – 2) verschießen; βέλη ἐξετετόξευτο Her. 1, 214; Sp.; übertr., βίον, verleben, Ar. Plut. 34, Schol. ἀνηλῶσθαι. Aehnl. Eur. Andr. 365 τὸ σῶφρον ἐξετόξευσε φρενός, Hesych. ἐξέπεσεν, entschwand.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτοξεύω: ῥίπτω πάντα τὰ βέλη, κενῶ τὴν φαρέτραν, ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Ἡρόδ. 1. 214, κτλ.· μεταφ., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν, ἐξήντλησεν, Εὐρ. Ἀνδρ. 365· ἐν τῷ παθ., νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ἀριστοφ. Πλ. 34. 2) ἀπολ., ῥίπτω ἔκ τινος μέρους βέλη, τοξεύω, Ξεν. Ἀν. 7.8, 14, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 lancer des flèches d’un endroit;
2 épuiser ses traits ; fig. ἐκτ. βίον AR épuiser, càd user sa vie.
Étymologie: ἐκ, τοξεύω.