ἀπελπίζω: Difference between revisions
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπελπίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: πρκμ. -ήλπικα: [[ἐγκαταλείπω]] τι ἐν ἀπελπισίᾳ, κοινῶς «ἀπελπίζομαι», [[μνημονευτέον]] ὡς τὸ μέλλον οὔθ’ ἡμέτερον [[οὔτε]] [[πάντως]] οὐχ’ ἡμέτερον, ἵνα [[μήτε]] [[πάντως]] προσμένωμεν ὡς ἐσόμενον μήτ’ ἀπελπίζωμεν ὡς [[πάντως]] οὐκ ἐσόμενον Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 127, Πολύβ. 1. 19, 12, κτλ. (ἴδε [[ἀπογιγνώσκω]]): - Παθ. ἐγκαταλείπομαι ἐν ἀπελπισίᾳ, ὁ αὐτ. 10. 6, 10. 2) ἀπ. τινος, χάνω τὴν ἐλπίδα μου περὶ τινος, ὁ αὐτ. 1. 55, 2, κ. ἀλλ., ἀπ. [[περί]] τινος Διόδ. 2. 25. 3) ἀπολ., [[ἐλπίζω]] ὅτι πρᾶγμά τι δὲν θὰ συμβῇ, Διογ. Λ. 1. 59. ΙΙ. Μεταβατικ., [[φέρω]] εἰς ἀπελπισμόν, τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 114. ΙΙΙ. [[ἐλπίζω]] νὰ [[λάβω]] [[ὀπίσω]], προσδοκῶ ἀνταπόδοσιν, δανείζετε, μηδέν ἀπελπίζοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 35· αὕτη ἡ [[σημασία]] ἰσχυρῶς ὑποστηρίζεται ὑπὸ τῶν συμφραζομένων, ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ. | |lstext='''ἀπελπίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: πρκμ. -ήλπικα: [[ἐγκαταλείπω]] τι ἐν ἀπελπισίᾳ, κοινῶς «ἀπελπίζομαι», [[μνημονευτέον]] ὡς τὸ μέλλον οὔθ’ ἡμέτερον [[οὔτε]] [[πάντως]] οὐχ’ ἡμέτερον, ἵνα [[μήτε]] [[πάντως]] προσμένωμεν ὡς ἐσόμενον μήτ’ ἀπελπίζωμεν ὡς [[πάντως]] οὐκ ἐσόμενον Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 127, Πολύβ. 1. 19, 12, κτλ. (ἴδε [[ἀπογιγνώσκω]]): - Παθ. ἐγκαταλείπομαι ἐν ἀπελπισίᾳ, ὁ αὐτ. 10. 6, 10. 2) ἀπ. τινος, χάνω τὴν ἐλπίδα μου περὶ τινος, ὁ αὐτ. 1. 55, 2, κ. ἀλλ., ἀπ. [[περί]] τινος Διόδ. 2. 25. 3) ἀπολ., [[ἐλπίζω]] ὅτι πρᾶγμά τι δὲν θὰ συμβῇ, Διογ. Λ. 1. 59. ΙΙ. Μεταβατικ., [[φέρω]] εἰς ἀπελπισμόν, τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 114. ΙΙΙ. [[ἐλπίζω]] νὰ [[λάβω]] [[ὀπίσω]], προσδοκῶ ἀνταπόδοσιν, δανείζετε, μηδέν ἀπελπίζοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 35· αὕτη ἡ [[σημασία]] ἰσχυρῶς ὑποστηρίζεται ὑπὸ τῶν συμφραζομένων, ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀπελπίσω, <i>att.</i> ἀπελπιῶ;<br />désespérer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐλπίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. fut.
A -ιῶ D.S.19.50: pf. -ήλπικα:—despair of, τῆς πόλεως τὴν σωτηρίαν Hyp.Ath.35; τὸ μέλλον Epicur.Ep.3p.62U.; πράξεις Plb.1.19.12, etc.:—Pass., to be given up in despair, τὰ πράγματα Id.10.6.10; of persons, to be despaired of, οἱ ἀπηλπισμένοι LXX Is.29.19, cf. Plb.9.5.2; ὑπὸ τῶν ἰατρῶν D.S.1.25, D.L.8.69, cf. IG 14.966 (ἀφηλπ-). 2 ἀ. τινός despair of, Plb.1.55.2, al.; οὐκ ἀ. τινός to be confident of, Gal.8.365; περὶ τῆς νίκης D.S.2.25. 3 abs., hope that a thing will not happen, D.L.1.59. II causal, drive to despair, τινά AP11.114 (Nicarch.). III hope to receive back, μηδὲν (v.l. μηδένα) ἀπελπίζοντες Ev.Luc.6.35 (dub.).
German (Pape)
[Seite 286] 1) die Hoffnung aufgeben, verzweifeln, absol., Pol. 3, 63; τὰ πράγματα, τὴν σωτηρίαν, 1, 19. 2, 54; τῆς γῆς, τοῦ ζῆν, 1, 55. 15, 10; so auch vom Arzte, τινός, ihn aufgeben, c. inf., 16, 30, wie τὸ ζῆν, am Leben verzweifeln, D. Sic. 17, 106; περί τινος 2, 25. – Pass., aufgegeben werden, τόποι Pol. 7, 15; ἐλπίδες 24, 9. – 2) Einen hoffnungslos machen, ihn zur Verzweiflung bringen, Lucill. 41 (XI, 114). – 3) von Einem etwas hoffen, N. T., Luc. 6, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελπίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ: πρκμ. -ήλπικα: ἐγκαταλείπω τι ἐν ἀπελπισίᾳ, κοινῶς «ἀπελπίζομαι», μνημονευτέον ὡς τὸ μέλλον οὔθ’ ἡμέτερον οὔτε πάντως οὐχ’ ἡμέτερον, ἵνα μήτε πάντως προσμένωμεν ὡς ἐσόμενον μήτ’ ἀπελπίζωμεν ὡς πάντως οὐκ ἐσόμενον Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 127, Πολύβ. 1. 19, 12, κτλ. (ἴδε ἀπογιγνώσκω): - Παθ. ἐγκαταλείπομαι ἐν ἀπελπισίᾳ, ὁ αὐτ. 10. 6, 10. 2) ἀπ. τινος, χάνω τὴν ἐλπίδα μου περὶ τινος, ὁ αὐτ. 1. 55, 2, κ. ἀλλ., ἀπ. περί τινος Διόδ. 2. 25. 3) ἀπολ., ἐλπίζω ὅτι πρᾶγμά τι δὲν θὰ συμβῇ, Διογ. Λ. 1. 59. ΙΙ. Μεταβατικ., φέρω εἰς ἀπελπισμόν, τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 114. ΙΙΙ. ἐλπίζω νὰ λάβω ὀπίσω, προσδοκῶ ἀνταπόδοσιν, δανείζετε, μηδέν ἀπελπίζοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 35· αὕτη ἡ σημασία ἰσχυρῶς ὑποστηρίζεται ὑπὸ τῶν συμφραζομένων, ἀλλὰ δὲν ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπελπίσω, att. ἀπελπιῶ;
désespérer.
Étymologie: ἀπό, ἐλπίζω.