Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποσχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσχίζω''': [[σχίζω]] ἢ [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]], ἀπὸ δ’ ἔσχισεν αὐτὴν [τὴν πέτρην], «ὅ ἔστι [[μέρος]] αὐτῆς κατέβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν», Ὀδ. Δ. 507· βιαίως ἀποσπῶ, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Ὀππ. Ἀλ. 2. 623. 2) [[ἀποχωρίζω]] ἢ ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Ἡρόδ. 6. 9· ἀπ. Λυδούς, [[ἀποχωρίζω]] αὐτούς, Πλάτ. Πολιτ. 262Β: ― Παθ., ἀποσχισθῆναι ἀπὸ…, ἐπὶ ποταμίου ἀποχωρισθέντος ἀπὸ μεγάλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 17, 4. 56, ἐπὶ φυλῆς ἀποχωρισθείσης ἀπὸ τοῦ ἀρχεγόνου στελέχους, κτλ. αἰτ. 1. 58. 143· ἀπὸ τῆς [[μεγάλης]] φλεβὸς ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 5· [[ὡσαύτως]], [[ἄνευ]] τῆς ἀπό, ἀποσχιχθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Ἡροδ. 8. 35, πρβλ. 7. 233, Πλάτ. Πολιτ. 267Β· κτλ.: ― Μέσ., ἀποσχίζομαι, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 728Β. 3) μεταφ., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου, [[διακόπτω]] αὐτὸν ὁμιλοῦντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1408.
|lstext='''ἀποσχίζω''': [[σχίζω]] ἢ [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]], ἀπὸ δ’ ἔσχισεν αὐτὴν [τὴν πέτρην], «ὅ ἔστι [[μέρος]] αὐτῆς κατέβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν», Ὀδ. Δ. 507· βιαίως ἀποσπῶ, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Ὀππ. Ἀλ. 2. 623. 2) [[ἀποχωρίζω]] ἢ ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Ἡρόδ. 6. 9· ἀπ. Λυδούς, [[ἀποχωρίζω]] αὐτούς, Πλάτ. Πολιτ. 262Β: ― Παθ., ἀποσχισθῆναι ἀπὸ…, ἐπὶ ποταμίου ἀποχωρισθέντος ἀπὸ μεγάλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 17, 4. 56, ἐπὶ φυλῆς ἀποχωρισθείσης ἀπὸ τοῦ ἀρχεγόνου στελέχους, κτλ. αἰτ. 1. 58. 143· ἀπὸ τῆς [[μεγάλης]] φλεβὸς ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 5· [[ὡσαύτως]], [[ἄνευ]] τῆς ἀπό, ἀποσχιχθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Ἡροδ. 8. 35, πρβλ. 7. 233, Πλάτ. Πολιτ. 267Β· κτλ.: ― Μέσ., ἀποσχίζομαι, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 728Β. 3) μεταφ., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου, [[διακόπτω]] αὐτὸν ὁμιλοῦντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1408.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποσχίσω, <i>ao.</i> ἀπέσχισα, <i>ao. Pass.</i> ἀπεσχίσθην;<br />fendre, couper ; <i>fig.</i> τινα ἀπὸ συμμαχικοῦ HDT détacher qqn de forces alliées ; [[τοῦ]] λόγου coupe la parole ; <i>Pass.</i> ἀποσχισθῆναι [[ἀπό]] τινος HDT avoir été séparé <i>ou</i> s’être séparé de qch ; ἀπ. τῆς ἄλλης στρατιῆς HDT avoir été coupé du reste de l’armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σχίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσχίζω Medium diacritics: ἀποσχίζω Low diacritics: αποσχίζω Capitals: ΑΠΟΣΧΙΖΩ
Transliteration A: aposchízō Transliteration B: aposchizō Transliteration C: aposchizo Beta Code: a)posxi/zw

English (LSJ)

   A split, cleave off, ἀπὸ δ' ἔσχισεν αὐτήν [τὴν πέτρην] Od. 4.507; tear off, E.Alc.172, Opp.H.2.623.    2 sever, detach from, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Hdt.6.9; ἀ. Αυδούς part them off, separate them, Pl.Plt.262e; τὴν ἰδίαν ψυχὴν τῆς τῶν λογικῶν M.Ant.4.29:— Pass., ἀποσχισθῆναι ἀπό .., of a river being parted from the main stream, Hdt.2.17, 4.56; of a tribe detached from its parent stock, Id.1.58,143; ἀπὸ τῆς μεγάλης φλεβὸς -σχίζεται Arist.HA514b10: c. gen., ἀποσχισθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Hdt.8.35, cf. 7.233, Pl. Plt.267b, etc.:—Med., separate oneself, Id.Lg.728b; τοῦ σοφιστοῦ Lib.Or.3.24.    3 metaph., ἀ. τινὰ τοῦ λόγου cut him off from his speech, interrupt him in it, Ar.Nu.1408.

German (Pape)

[Seite 329] abspalten, trennen, τοὺς πολιήτας ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Her. 6, 9, u. öfter; auch bloß τινός 7, 233; τινὰ τοῦ λόγου Ar. Nub. 1390 (vgl. Eur. Alc. 170); öfter pass., sich trennen, τινός 8, 35; von den Armen eines Flusses 2, 17. 4, 56; neben φεύγειν Plat. Legg. V, 728 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσχίζω: σχίζωἀποκόπτω μέρος, ἀπὸ δ’ ἔσχισεν αὐτὴν [τὴν πέτρην], «ὅ ἔστι μέρος αὐτῆς κατέβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν», Ὀδ. Δ. 507· βιαίως ἀποσπῶ, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Ὀππ. Ἀλ. 2. 623. 2) ἀποχωρίζω ἢ ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Ἡρόδ. 6. 9· ἀπ. Λυδούς, ἀποχωρίζω αὐτούς, Πλάτ. Πολιτ. 262Β: ― Παθ., ἀποσχισθῆναι ἀπὸ…, ἐπὶ ποταμίου ἀποχωρισθέντος ἀπὸ μεγάλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 17, 4. 56, ἐπὶ φυλῆς ἀποχωρισθείσης ἀπὸ τοῦ ἀρχεγόνου στελέχους, κτλ. αἰτ. 1. 58. 143· ἀπὸ τῆς μεγάλης φλεβὸς ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 5· ὡσαύτως, ἄνευ τῆς ἀπό, ἀποσχιχθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Ἡροδ. 8. 35, πρβλ. 7. 233, Πλάτ. Πολιτ. 267Β· κτλ.: ― Μέσ., ἀποσχίζομαι, ἀποχωρίζω ἐμαυτόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 728Β. 3) μεταφ., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου, διακόπτω αὐτὸν ὁμιλοῦντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1408.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσχίσω, ao. ἀπέσχισα, ao. Pass. ἀπεσχίσθην;
fendre, couper ; fig. τινα ἀπὸ συμμαχικοῦ HDT détacher qqn de forces alliées ; τοῦ λόγου coupe la parole ; Pass. ἀποσχισθῆναι ἀπό τινος HDT avoir été séparé ou s’être séparé de qch ; ἀπ. τῆς ἄλλης στρατιῆς HDT avoir été coupé du reste de l’armée.
Étymologie: ἀπό, σχίζω.