ἀποχή: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποχή''': ἡ, ([[ἀπέχω]]) [[ἀπόστασις]], [[διάστημα]], ἐξ ἀποχῆς αὐτάρκους Πτολεμ. Γεωργ. 1. 1, 4. ΙΙ. τὸ ἀπέχεσθαί τινος, [[ἀποχή]], [[ἐγκράτεια]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 5· ἀπ. τροφῆς Πλουτ. Δημήτρ. 38. ΙΙΙ. [[ἀπόδειξις]] ἐξοφλήσεως, ἐξόφλησις, Φαῖδρος ἔγραψε λαβὼν εἰκονικὴν ἀποχὴν Ἀνθ. Π. 11. 233, Οὐλπιαν. | |lstext='''ἀποχή''': ἡ, ([[ἀπέχω]]) [[ἀπόστασις]], [[διάστημα]], ἐξ ἀποχῆς αὐτάρκους Πτολεμ. Γεωργ. 1. 1, 4. ΙΙ. τὸ ἀπέχεσθαί τινος, [[ἀποχή]], [[ἐγκράτεια]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 5· ἀπ. τροφῆς Πλουτ. Δημήτρ. 38. ΙΙΙ. [[ἀπόδειξις]] ἐξοφλήσεως, ἐξόφλησις, Φαῖδρος ἔγραψε λαβὼν εἰκονικὴν ἀποχὴν Ἀνθ. Π. 11. 233, Οὐλπιαν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />abstinence.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπέχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἀπέχω)
A distance, Phld.Rh.1.168S., Ptol.Geog.1.11.2, al. II abstinence, Phld.Ind.Sto.67, cf. Piet.36, Arr.Epict.2.15.5; ἀ. τροφῆς Plu.Demetr.38; ἐμψύχων Porph.Abst.tit. III receipt, quittance, PTeb.11.14(ii B. C.), BGU1116.41(i B. C.), AP11.233 (Lucill.), Ulp. ap. Dig.46.4.19, etc.: metaph., ἡ τελευταία ἀ., title of work by Zos.Alch.p.239B.
German (Pape)
[Seite 336] (ἀπέχω), ἡ, 1) der Abstand, Ptolem – 2) Quittung (wodurch man nach Zahlung der Schuld die Schuldverschreibung zurück erhält), Sp., vgl. Lucill. 105 (XI, 233). – 3) Enthaltsamkeit, Plut. Dem. 38; Epict.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχή: ἡ, (ἀπέχω) ἀπόστασις, διάστημα, ἐξ ἀποχῆς αὐτάρκους Πτολεμ. Γεωργ. 1. 1, 4. ΙΙ. τὸ ἀπέχεσθαί τινος, ἀποχή, ἐγκράτεια, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 5· ἀπ. τροφῆς Πλουτ. Δημήτρ. 38. ΙΙΙ. ἀπόδειξις ἐξοφλήσεως, ἐξόφλησις, Φαῖδρος ἔγραψε λαβὼν εἰκονικὴν ἀποχὴν Ἀνθ. Π. 11. 233, Οὐλπιαν.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
abstinence.
Étymologie: ἀπέχω.