ἀρίσημος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρίσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) [[λίαν]] [[φανερός]], ἀξιοσημείωτος, [[περιφανής]], ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ [[τύμβος]] καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· [[εἰκών]], Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. [[σφόδρα]] [[ἐναργής]], ὀρατός, [[τρίβος]] Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.
|lstext='''ἀρίσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) [[λίαν]] [[φανερός]], ἀξιοσημείωτος, [[περιφανής]], ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ [[τύμβος]] καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· [[εἰκών]], Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. [[σφόδρα]] [[ἐναργής]], ὀρατός, [[τρίβος]] Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> notable, remarquable;<br /><b>2</b> tout à fait visible.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, [[σῆμα]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίσημος Medium diacritics: ἀρίσημος Low diacritics: αρίσημος Capitals: ΑΡΙΣΗΜΟΣ
Transliteration A: arísēmos Transliteration B: arisēmos Transliteration C: arisimos Beta Code: a)ri/shmos

English (LSJ)

[ᾰρῐ], ον, (σῆμα)

   A notable, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο h.Merc. 12; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Tyrt.12.29; ἀνήρ Hp. Ep.10; εἰκών Epigr.Gr.260 (Cyrene).    II plain, visible, τρίβος Theoc.25.158. Adv. -μως Hld.6.14.

German (Pape)

[Seite 351] (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίσημος: -ον, (σῆμα) λίαν φανερός, ἀξιοσημείωτος, περιφανής, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· εἰκών, Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. σφόδρα ἐναργής, ὀρατός, τρίβος Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 notable, remarquable;
2 tout à fait visible.
Étymologie: ἀρι-, σῆμα.