ἀχάριστος: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχάριστος''': -ον, (χᾰρίζομαι) [[ἄχαρις]], [[δυσάρεστος]], οὐκ ἀχάριστα μεθ’ ἡμῖν ταῦτ’ ἀγορεύεις Ὀδ. Θ. 236· ἀνώμαλ. συγκρ., δόρπου ἀχαρίστερον (ἀντὶ -ιστότερον) Ὀδ. Υ. 392· [[ἄνευ]] χάριτος ἢ θελγήτρων, οὐκ ἀχάριστα λέγειν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 13· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· ἀχ. [[ἐπιμέλημα]], [[ἐργασία]], φροντὶς μὴ ἐπισύρουσα εὐγνωμοσύνην, ὁ αὐτ. Οἰκ. 7. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἄχαρις]], οὐχὶ [[εὐμενής]], [[δυσμενής]], Θέογν. 839. 2) [[ἀγνώμων]], [[ἀχάριστος]], Ἡρόδ. 1. 90, Ξεν., κτλ.· [[δῆμος]] Ἡρόδ. 5. 91· προδότας Εὐρ. Ἴων 880, πρβλ. Μήδ. 659· ἀχ. [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· τινι Εὐρ. Ἑκ. 140· σπείρων εἰς ἀχάριστα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 816. 14. 3) Παθ., ὁ μὴ λαβὼν [[χάριν]], ὁ μὴ ἀνταμειφθείς, Λυσ. 162. 34· οὐκ ἂν ἀχαρίστως μοι ἔχοι [[πρός]] τινος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 18. ― Ἐπίρρ. ἀχαρίστως, μετ' ἀχαριστίας, ἀχαρίστως ἀποπέμψαι ἄνδρας εὐεργέτας ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 7, 23· ἀχαρίστως ἕπεσθαι, δυσαρέστως, δυστρόπως, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 14· οὐχὶ [[μετὰ]] χάριτος, [[μηδὲ]] τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Ἰσοκρ. 8Ε. Πρβλ. [[ἄχαρις]], [[ἀχάριτος]].
|lstext='''ἀχάριστος''': -ον, (χᾰρίζομαι) [[ἄχαρις]], [[δυσάρεστος]], οὐκ ἀχάριστα μεθ’ ἡμῖν ταῦτ’ ἀγορεύεις Ὀδ. Θ. 236· ἀνώμαλ. συγκρ., δόρπου ἀχαρίστερον (ἀντὶ -ιστότερον) Ὀδ. Υ. 392· [[ἄνευ]] χάριτος ἢ θελγήτρων, οὐκ ἀχάριστα λέγειν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 13· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· ἀχ. [[ἐπιμέλημα]], [[ἐργασία]], φροντὶς μὴ ἐπισύρουσα εὐγνωμοσύνην, ὁ αὐτ. Οἰκ. 7. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἄχαρις]], οὐχὶ [[εὐμενής]], [[δυσμενής]], Θέογν. 839. 2) [[ἀγνώμων]], [[ἀχάριστος]], Ἡρόδ. 1. 90, Ξεν., κτλ.· [[δῆμος]] Ἡρόδ. 5. 91· προδότας Εὐρ. Ἴων 880, πρβλ. Μήδ. 659· ἀχ. [[πρός]] τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· τινι Εὐρ. Ἑκ. 140· σπείρων εἰς ἀχάριστα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 816. 14. 3) Παθ., ὁ μὴ λαβὼν [[χάριν]], ὁ μὴ ἀνταμειφθείς, Λυσ. 162. 34· οὐκ ἂν ἀχαρίστως μοι ἔχοι [[πρός]] τινος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 18. ― Ἐπίρρ. ἀχαρίστως, μετ' ἀχαριστίας, ἀχαρίστως ἀποπέμψαι ἄνδρας εὐεργέτας ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 7, 23· ἀχαρίστως ἕπεσθαι, δυσαρέστως, δυστρόπως, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 14· οὐχὶ [[μετὰ]] χάριτος, [[μηδὲ]] τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Ἰσοκρ. 8Ε. Πρβλ. [[ἄχαρις]], [[ἀχάριτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> ([[χάρις]] grâce);<br /><b>1</b> sans grâce, sans charme;<br /><b>2</b> déplaisant, désagréable;<br /><b>II.</b> ([[χάρις]] reconnaissance);<br /><b>1</b> qui ne témoigne pas de reconnaissance, ingrat ; τινι EUR <i>ou</i> [[πρός]] τινα XÉN à l’égard de qqn;<br /><b>2</b> pour qui <i>ou</i> pour quoi l’on ne témoigne pas de reconnaissance;<br /><i>Cp.</i> ἀχαριστότερος, <i>Sp.</i> ἀχαριστότατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χαρίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχᾰριστος Medium diacritics: ἀχάριστος Low diacritics: αχάριστος Capitals: ΑΧΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: acháristos Transliteration B: acharistos Transliteration C: acharistos Beta Code: a)xa/ristos

English (LSJ)

ον, (χᾰρίζομαι)

   A ungracious, unpleasant, οὐκ ἀχάριστα μεθ' ἡμῖν ταῦτ' ἀγορεύεις Od.8.236: irreg. Comp., δόρπου ἀχαρίστερον (for -ιστότερον) 20.392; without grace or charm, οὐκ ἀχάριστα λέγειν X.An.2.1.13; φωνή Epicur.Sent.Vat.75; -ότερον ἐπιμέλημα a more thankless business, X.Oec.7.37; ἀ. ἐξέτασις D.H.Pomp.1.    II of persons, ungracious, unfavourable, Thgn.841 (-τως Bgk.), Phld.Ir.p.60 W.    2 ungrateful, thankless, Hdt.1.90, X.Cyr.1.2.7, Crates Theb. 19, etc.; δῆμος Hdt.5.91; προδότας E.Ion880 (lyr.), cf. Med.659 (lyr.); ἀ. πρὸς τοὺς γονέας X.Mem.2.2.14; τινί E.Hec.138 (lyr.); σπείρων εἰς ἀχάριστα sowingin thankless soil, IG14.2012 (Sulp. Max.). Adv. -τως, ἀποπέμψασθαι εὐεργέτας X.An.7.7.23, cf. Lys.30.6.    3 Pass., unrequited, ἀ. εἶναι τὰ ἀνηλωμένα Lys.21.12. Adv. οὐκ ἂν ἀχαρίστως μοι ἔχοι πρός τινος thanks would not be refused me by... X. An.2.3.18.    4 Adv. -τως with a bad grace, with an ill will, ἀ. ἕπεσθαι follow sulkily, Id.Cyr.7.4.14; τὰς χάριτας ἀ. χαρίζεσθαι Isoc.1.31.    5 ἀχάριστον, τό, antidote, PGrenf.1.52.1,12 (iii A. D.), Marcell. Empir.20: also ἀχάριστος, ἡ, Alex. Trall.Febr.7.    b name of an eyesalve, Cels.6.6.7, Gal.12.749.

German (Pape)

[Seite 417] 1) unangenehm, mißfällig, Od. 8, 236 οὐκ ἀχάριστα μεθ' ἡμῖν ταῦτ' ἀγορεύεις, sehr angenehm, Homerisch; οὐκ ἀχάριστα λέγεις, = χαρίεντα, Xen. An. 2, 1, 13, ironisch = εὐήθη; ἀχαριστότερον ἐπιμέλημα Oec. 7, 37, etwas unangenehm; adv. μηδὲ τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Isocr. 1, 31, auf unfreundliche Weise. – 2) undankbar, von Her. 1, 90 an nicht selten; οὐ χάριν ἔχει Arist. rhetor. 8, 7; adv. ἀχαρίστως, ἀποπέμψασθαι εὐεργέτας, ungedankt, ungelohnt, Xen. An. 7, 7, 23; οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχει πρὸς ὑμῶν, ihr wißt mir Dank dafür, 2, 3, 18; ἀχαρίστως ἕπεσθαι Xen. Cyr. 7, 4, 14, ungern folgen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάριστος: -ον, (χᾰρίζομαι) ἄχαρις, δυσάρεστος, οὐκ ἀχάριστα μεθ’ ἡμῖν ταῦτ’ ἀγορεύεις Ὀδ. Θ. 236· ἀνώμαλ. συγκρ., δόρπου ἀχαρίστερον (ἀντὶ -ιστότερον) Ὀδ. Υ. 392· ἄνευ χάριτος ἢ θελγήτρων, οὐκ ἀχάριστα λέγειν Ξεν. Ἀν. 2. 1, 13· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· ἀχ. ἐπιμέλημα, ἐργασία, φροντὶς μὴ ἐπισύρουσα εὐγνωμοσύνην, ὁ αὐτ. Οἰκ. 7. 37. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἄχαρις, οὐχὶ εὐμενής, δυσμενής, Θέογν. 839. 2) ἀγνώμων, ἀχάριστος, Ἡρόδ. 1. 90, Ξεν., κτλ.· δῆμος Ἡρόδ. 5. 91· προδότας Εὐρ. Ἴων 880, πρβλ. Μήδ. 659· ἀχ. πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· τινι Εὐρ. Ἑκ. 140· σπείρων εἰς ἀχάριστα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 816. 14. 3) Παθ., ὁ μὴ λαβὼν χάριν, ὁ μὴ ἀνταμειφθείς, Λυσ. 162. 34· οὐκ ἂν ἀχαρίστως μοι ἔχοι πρός τινος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 18. ― Ἐπίρρ. ἀχαρίστως, μετ' ἀχαριστίας, ἀχαρίστως ἀποπέμψαι ἄνδρας εὐεργέτας ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 7, 23· ἀχαρίστως ἕπεσθαι, δυσαρέστως, δυστρόπως, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 14· οὐχὶ μετὰ χάριτος, μηδὲ τὰς χάριτας ἀχαρίστως χαριζόμενος Ἰσοκρ. 8Ε. Πρβλ. ἄχαρις, ἀχάριτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. (χάρις grâce);
1 sans grâce, sans charme;
2 déplaisant, désagréable;
II. (χάρις reconnaissance);
1 qui ne témoigne pas de reconnaissance, ingrat ; τινι EUR ou πρός τινα XÉN à l’égard de qqn;
2 pour qui ou pour quoi l’on ne témoigne pas de reconnaissance;
Cp. ἀχαριστότερος, Sp. ἀχαριστότατος.
Étymologie: ἀ, χαρίζομαι.