δυσωπέω: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσωπέω''': ἀόρ. ἐδυσώπησα Λουκ. Ὄν. 38 (ὄψ)·- [[κάμνω]] τινὰ νὰ καταβιβάσῃ τούς ὀφθαλμούς, «ἐντροπιάζω» τινά, ἰδίως δι' ἐπιμόνων παρακλήσεων, [[ὥστε]] νά μή δύνηται νά ἀρνηθῇ τό αἰτούμενον, τινὰ Φίλων 1. 291, Λουκ. ἔνθ' ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8735· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ἐπιμόνως παρακαλῶ, Πλούτ. 2. 532D, 535E· πρβλ. ὁ αὐτ. Βρούτ. 6·-δυσωπεῖν τὴν ὄψιν, θαμβώνειν τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Λυκούργ. 9. ΙΙ. παρὰ δοκίμοις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. τύπω, παρατ. ἐδυσωπούμην Πλάτ. Φαίδρ. 242C·- χάνω τὴν ἠρεμίαν τῆς ὄψεώς μου, ταράττομαι, θορυβοῦμαι, ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 285Β· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Νόμ. 933Α· δ. μὴ.., ὁ αὐτ. Φαίδρ. ἔνθ' ἀνωτ.· ἐπί ζῴων, εἶμαι [[δειλός]], εὐκόλως πτοοῦμαι, Ξεν.Ἀπομν. 2. 1, 4. 2)ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι διά τι, τι Πλούτ. Κορ. 15, κτλ.·- [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., [[μετὰ]] δυσκολίας [[βλέπω]], Λουκ. Λεξιφ. 4. | |lstext='''δυσωπέω''': ἀόρ. ἐδυσώπησα Λουκ. Ὄν. 38 (ὄψ)·- [[κάμνω]] τινὰ νὰ καταβιβάσῃ τούς ὀφθαλμούς, «ἐντροπιάζω» τινά, ἰδίως δι' ἐπιμόνων παρακλήσεων, [[ὥστε]] νά μή δύνηται νά ἀρνηθῇ τό αἰτούμενον, τινὰ Φίλων 1. 291, Λουκ. ἔνθ' ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8735· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ἐπιμόνως παρακαλῶ, Πλούτ. 2. 532D, 535E· πρβλ. ὁ αὐτ. Βρούτ. 6·-δυσωπεῖν τὴν ὄψιν, θαμβώνειν τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Λυκούργ. 9. ΙΙ. παρὰ δοκίμοις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. τύπω, παρατ. ἐδυσωπούμην Πλάτ. Φαίδρ. 242C·- χάνω τὴν ἠρεμίαν τῆς ὄψεώς μου, ταράττομαι, θορυβοῦμαι, ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 285Β· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Νόμ. 933Α· δ. μὴ.., ὁ αὐτ. Φαίδρ. ἔνθ' ἀνωτ.· ἐπί ζῴων, εἶμαι [[δειλός]], εὐκόλως πτοοῦμαι, Ξεν.Ἀπομν. 2. 1, 4. 2)ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι διά τι, τι Πλούτ. Κορ. 15, κτλ.·- [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., [[μετὰ]] δυσκολίας [[βλέπω]], Λουκ. Λεξιφ. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire mal aux yeux : ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν PLUT eaux dont la réverbération blesse la vue, <i>càd</i> éblouit;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire baisser les yeux, <i>càd</i> remplir de honte, de confusion ; <i>Pass.</i> être honteux de, acc. ; <i>en gén.</i> être décontenancé, troublé ; <i>abs.</i> être timide, craintif <i>en parl. d’animaux</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir la vue faible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
aor.
A ἐδυσώπησα Luc.Asin.38: (ὄψ):—put out of countenance, abash, τινά Ph.1.291, Plu.2.418e, Luc. l.c., S.E.P.3.66, etc.; οὐδὲν αὐτὴν ἐδυσώπει X.Eph.4.5: c. acc. inf., shame a person with doing a thing, J.BJ1.6.5, al.: esp. of importunate persons, δ. τινὰ δεήσει ib.3.8.6; so, entreat, ἥκειν ὑμᾶς καὶ παρακαλῶ καὶ δ. Hld.10.2: abs., to be importunate, αἰσχυνόμενοι ἀντιλέγειν τοῖς ἀγνωμόνως δυσωποῦσιν ὕστερον δυσωποῦνται τοὺς δικαίως ἐγκαλοῦντας Plu.2.532d:—Pass., θεὸν εἶναι τὴν ἠχὼ δυσωποῦμαι I am constrained to believe that, Jul.Ep.189, cf. Marcellin.Puls.23; to be susceptible to importunity, τὴν ὑπὸ τῶν ἀναισχύντως λιπαρούντων ἧτταν, ἣν ἔνιοι δυσωπεῖσθαι καλοῦσιν Plu.Brut.6; δυσωπεῖν τὴν ὄψιν to disgust, Id.Lyc. 9; alarm, πάθος δ. τινά Procop.Arc.2. II in early writers only Pass., impf. ἐδυσωπούμην Pl.Phdr.242c:—to be put out of countenance, abs., Id.Plt.285b, etc.; πρὸς ἀλλήλους Id.Lg.933a; δ. μή . . Id.Phdr. l.c.; τινί Plb.20.12.6; ἐπί τινι Ph.1.639; εἰ . . Id.2.423; περί τινος Phld.Rh.1.297 S.; of animals, to be shy, timid, X.Mem.2.1.4. 2 c. acc., to be put to shame by, τὴν ἀρετήν τινος Plu.Cor.15; τὴν χάριν Lib.Decl.37.19: but more freq. fight shy of, ὄνομα D.H.Comp.12 (so in Act., look askance at, δ. καὶ ὑποπτεύω μήποτ' οὐ Λυσίου ὁ λόγος Id.Lys.11), cf. Phryn.166; ὑφορᾶν καὶ δ. Them.Or.26.330b; διὰ τοὔνομα τὴν μοναρχίαν Plu.Sol.14; regard with aversion, ὄψα Ael.Fr.182; disapprove of, Phld.Hom.p.55 O.: c. inf., to be ashamed to do, . . εἰπεῖν D.Chr.32.7, cf. 36.54; also τὴν ἀντίδοσιν δ. feel ashamed to reply, Jul. Ep.184. III intr.in Act., to see with difficulty, Luc.Lex.4.
German (Pape)
[Seite 691] 1) einen unangenehmen Eindruck aufs Auge machen, ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν Plut. Lyc. 9; τινά, machen, daß einer den Blick niederschlägt, ihn beschämen, Plut. vit. pud.; ihm Furcht, Bedenklichkeit einflößen, Luc. Asin. 38; vgl. Lob. Phryn. 190; auch Jem. bitten, so daß er aus Scham die Bitte nicht abschlagen kann, Sp., vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. p. 245. – 2) wie das pass., fürchten, τί, Plut.; μὴ οὐ, D. Hal. de Lys. 11. – 3) schwer sehen, Luc. Lexiph. 4. – Bei den Aeltern nur pass., Scheu haben, fürchten; τινά, von scheuen Thieren Xen. Mem. 2, 1, 4; vgl. Poll. 1, 197; πρὸς ἀλλήλους Plat. Legg. XI, 933 a; μή τι ἀμείψω Phaedr. 242 c; Folgde; τὴν μοναρχίαν Plut. Sol. li; B. A. 234 wird δυσωποῦμαι erkl. αἰσχύνομαι καὶ ὑφορῶμαι καὶ φοβοῦμαι καὶ τὸ ἀηδῶς ὁρᾶν ἢ ὁρᾶσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωπέω: ἀόρ. ἐδυσώπησα Λουκ. Ὄν. 38 (ὄψ)·- κάμνω τινὰ νὰ καταβιβάσῃ τούς ὀφθαλμούς, «ἐντροπιάζω» τινά, ἰδίως δι' ἐπιμόνων παρακλήσεων, ὥστε νά μή δύνηται νά ἀρνηθῇ τό αἰτούμενον, τινὰ Φίλων 1. 291, Λουκ. ἔνθ' ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8735· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ἐπιμόνως παρακαλῶ, Πλούτ. 2. 532D, 535E· πρβλ. ὁ αὐτ. Βρούτ. 6·-δυσωπεῖν τὴν ὄψιν, θαμβώνειν τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Λυκούργ. 9. ΙΙ. παρὰ δοκίμοις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. τύπω, παρατ. ἐδυσωπούμην Πλάτ. Φαίδρ. 242C·- χάνω τὴν ἠρεμίαν τῆς ὄψεώς μου, ταράττομαι, θορυβοῦμαι, ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 285Β· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Νόμ. 933Α· δ. μὴ.., ὁ αὐτ. Φαίδρ. ἔνθ' ἀνωτ.· ἐπί ζῴων, εἶμαι δειλός, εὐκόλως πτοοῦμαι, Ξεν.Ἀπομν. 2. 1, 4. 2)ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι διά τι, τι Πλούτ. Κορ. 15, κτλ.·- οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., μετὰ δυσκολίας βλέπω, Λουκ. Λεξιφ. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. tr. 1 faire mal aux yeux : ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν PLUT eaux dont la réverbération blesse la vue, càd éblouit;
2 fig. faire baisser les yeux, càd remplir de honte, de confusion ; Pass. être honteux de, acc. ; en gén. être décontenancé, troublé ; abs. être timide, craintif en parl. d’animaux;
II. intr. avoir la vue faible.
Étymologie: δυσ-, ὤψ.