βότρυς: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βότρυς''': -υος, ὁ, [[σταφυλή]], μέλανες δ’ ἀνὰ βότρυες ἦσαν Ἰλ. Σ. 562· οὕτω παρ’ Ἀττ. 2) = βότρυχος, [[βότρυς]] χαίτης Ἀνθ. II. 5. 287, Νόνν. Δ. 1. 528, κτλ. 3) [[ἐνώτιον]] (ἴδε [[βοτρύδιον]] ΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 10. ΙΙ. [[εἶδος]] βοτάνης ἥτις καλεῖται καὶ [[ἀρτεμισία]], Διοσκ. 3. 130. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ βόστρυχος, ὡς δεικνύει ὁ [[τύπος]] βότρυχος). | |lstext='''βότρυς''': -υος, ὁ, [[σταφυλή]], μέλανες δ’ ἀνὰ βότρυες ἦσαν Ἰλ. Σ. 562· οὕτω παρ’ Ἀττ. 2) = βότρυχος, [[βότρυς]] χαίτης Ἀνθ. II. 5. 287, Νόνν. Δ. 1. 528, κτλ. 3) [[ἐνώτιον]] (ἴδε [[βοτρύδιον]] ΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 10. ΙΙ. [[εἶδος]] βοτάνης ἥτις καλεῖται καὶ [[ἀρτεμισία]], Διοσκ. 3. 130. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ βόστρυχος, ὡς δεικνύει ὁ [[τύπος]] βότρυχος). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος (ὁ) :<br />grappe de raisin.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym., pê emprunt médit., comme la plupart du <i>voc.</i> du vin et de la vigne. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
υος, ὁ (heterocl. pl. βότρυα, τά, Euph.149),
A bunch of grapes, μέλανες δ' ἀνὰ βότρυες ἦσαν Il.18.562, etc.: pl., grapes, Hp.Vict.2.55: prov., βότρυς πρὸς βότρυν πεπαίνεται Jul.Or.7.225b. 2 = sq. 1, βότρυς κόμης AP 5.286 (Agath.), cf. Nonn.D.1.528, etc. 3 clustered ear-ring, Ar.Fr.320.10. II = ἀμβροσία and ἀρτεμισία, Dsc.3.114. 2 oak of Jerusalem, Chenopodium Botrys, ib.115. III the Pleiades, Sch.Il.18.486.
German (Pape)
[Seite 455] υος, ὁ, 1) die Weintraube, Il. 18, 562 (ἅπαξ εἰρημ.); Ar. Equ. 1072 u. öfter; Plat. βοτρύων (was freilich auch von βότρυον herkommen kann) Legg. VII, 844 d. – Bei Diosc. ein wohlriechendes Kraut. – 2) = βόστρυχος, bei sp. D., z. B. ἐθείρης Nonn. D. 1, 528; χαίτης Agath. 21 (V, 287). – Ohrgehänge, Ar. Poll. 7, 95.
Greek (Liddell-Scott)
βότρυς: -υος, ὁ, σταφυλή, μέλανες δ’ ἀνὰ βότρυες ἦσαν Ἰλ. Σ. 562· οὕτω παρ’ Ἀττ. 2) = βότρυχος, βότρυς χαίτης Ἀνθ. II. 5. 287, Νόνν. Δ. 1. 528, κτλ. 3) ἐνώτιον (ἴδε βοτρύδιον ΙΙ), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 10. ΙΙ. εἶδος βοτάνης ἥτις καλεῖται καὶ ἀρτεμισία, Διοσκ. 3. 130. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ τὸ βόστρυχος, ὡς δεικνύει ὁ τύπος βότρυχος).
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ) :
grappe de raisin.
Étymologie: DELG pas d’étym., pê emprunt médit., comme la plupart du voc. du vin et de la vigne.