γαλαθηνός: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γᾰλαθηνός''': -ή, -όν, βυζαίνων, θηλάζων, [[νέος]], [[τρυφερός]], νεβροὶ Ὀδ. Δ. 336· [[τέκος]] Σιμων. 20· ἄρνες Θεόκρ. 18. 41· γαλαθηνὰ (ἐνν. πρόβατα) Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θηλαζόντων χοίρων, Κράτ. Γειτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 5· ἔτι δὲ βρέφη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 396C· ἐπὶ γαλαθεινῷ (sic), ἀντίθ. πρὸς τὸ τῷ τελείῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 32. | |lstext='''γᾰλαθηνός''': -ή, -όν, βυζαίνων, θηλάζων, [[νέος]], [[τρυφερός]], νεβροὶ Ὀδ. Δ. 336· [[τέκος]] Σιμων. 20· ἄρνες Θεόκρ. 18. 41· γαλαθηνὰ (ἐνν. πρόβατα) Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θηλαζόντων χοίρων, Κράτ. Γειτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 5· ἔτι δὲ βρέφη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 396C· ἐπὶ γαλαθεινῷ (sic), ἀντίθ. πρὸς τὸ τῷ τελείῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui tète encore, <i>càd</i> tout jeune, tendre, délicat.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], R. θα <i>ou</i> θη, sucer, téter. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A sucking, young, tender, νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.51; τέκος Simon.52; ἄρνες Theoc.18.41, J.AJ6.2.2; γαλαθηνά (sc. πρόβατα) Hdt.1.183; (sc. χοιρία) opp. τέλεια, Pherecr.44, cf. Hp.Aff.43, SIG1015.32 (Halic., written γαλαθεινός) ; ἀρνῶν καὶ χοίρων Crates Com.1; ὗς Pherecr.28, cf. Arist.HA603b25; βρέφη Clearch.17, cf. Theoc.24.31. (γάλα, θῆσθαι.)
German (Pape)
[Seite 470] όν, noch Milch saugend, jung, zart (γάλα – θαώ, θῆσθαι, θήσατο); Hom. zweimal, ἔλαφος νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνούς Odyss. 4, 336. 17, 127; – Anacr. bei Ael. N. A. 5, 39; γαλαθηνά Her. 1, 183; βρέφη, Ath. IX, 396 c, wo Bsple aus comic.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλαθηνός: -ή, -όν, βυζαίνων, θηλάζων, νέος, τρυφερός, νεβροὶ Ὀδ. Δ. 336· τέκος Σιμων. 20· ἄρνες Θεόκρ. 18. 41· γαλαθηνὰ (ἐνν. πρόβατα) Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θηλαζόντων χοίρων, Κράτ. Γειτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 5· ἔτι δὲ βρέφη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 396C· ἐπὶ γαλαθεινῷ (sic), ἀντίθ. πρὸς τὸ τῷ τελείῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui tète encore, càd tout jeune, tendre, délicat.
Étymologie: γάλα, R. θα ou θη, sucer, téter.