γελωτοποιέω: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γελωτοποιέω''': [[κάμνω]], προξενῶ, κινῶ γέλωτα, ἰδίως ὡς [[γελωτοποιός]], Πλάτ. Πολ. 606C, Συμπ. 3, 11.– Ρηματ. ἐπίθ. γελωτοποιητέον, Κλήμ. Ἀλ. 196. | |lstext='''γελωτοποιέω''': [[κάμνω]], προξενῶ, κινῶ γέλωτα, ἰδίως ὡς [[γελωτοποιός]], Πλάτ. Πολ. 606C, Συμπ. 3, 11.– Ρηματ. ἐπίθ. γελωτοποιητέον, Κλήμ. Ἀλ. 196. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />provoquer le rire, faire rire.<br />'''Étymologie:''' [[γελωτοποιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A to create, make laughter, esp.by buffoonery, X.Smp. 3.11, Pl.R.606c, Hyp.Phil.2.
German (Pape)
[Seite 480] Gelächter erregen, Spaß machen, Plat. Conv. 189 a; Xen. Conv. 3, 11 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
γελωτοποιέω: κάμνω, προξενῶ, κινῶ γέλωτα, ἰδίως ὡς γελωτοποιός, Πλάτ. Πολ. 606C, Συμπ. 3, 11.– Ρηματ. ἐπίθ. γελωτοποιητέον, Κλήμ. Ἀλ. 196.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
provoquer le rire, faire rire.
Étymologie: γελωτοποιός.