διανέω: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διανέω''': μέλλ. -[[νεύσομαι]], διακολυμβῶ, κολυμβῶν [[διέρχομαι]], ἐς Σαλαμῖνα Ἡρόδ. 8. 89, Αἰλ. π. Ζ. 3, 6. ΙΙ. μεταφ., [[διέρχομαι]]…, δ. [[πλῆθος]] λόγων Πλάτ. Παρμ. 137Α, πρβλ. Πολ. 441C· ἴδε ἐν λ. [[ὕπτιος]] Ι.
|lstext='''διανέω''': μέλλ. -[[νεύσομαι]], διακολυμβῶ, κολυμβῶν [[διέρχομαι]], ἐς Σαλαμῖνα Ἡρόδ. 8. 89, Αἰλ. π. Ζ. 3, 6. ΙΙ. μεταφ., [[διέρχομαι]]…, δ. [[πλῆθος]] λόγων Πλάτ. Παρμ. 137Α, πρβλ. Πολ. 441C· ἴδε ἐν λ. [[ὕπτιος]] Ι.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διανεύσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> traverser (la mer) à la nage : [[ἐς]] Σαλαμῖνα HDT jusqu’à Salamine;<br /><b>2</b> traverser à la nage : ποταμόν ÉL un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[νέω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανέω Medium diacritics: διανέω Low diacritics: διανέω Capitals: ΔΙΑΝΕΩ
Transliteration A: dianéō Transliteration B: dianeō Transliteration C: dianeo Beta Code: diane/w

English (LSJ)

   A swim across, ἐς Σαλαμῖνα Hdt.8.89; τὸν Τίγρητα Luc.Hist. Conscr.19.    II c. acc., swim through, i.e. get safe through, δ. πέλαγος λόγων Pl.Prm.137a, cf. R.441c; ποταμόν Ael.NA3.6.    III metaph. in Med., filter through, c. gen., Marc.Sid.76.

German (Pape)

[Seite 592] (s. νέω), durchschwimmen; ἐς Σαλαμῖνα Her. 8, 89; ποταμόν Ael. H. N. 3, 6. Uebertr., τοσοῦτον πλῆθος λόγων, sich durcharbeiten, Plat. Parm. 187 a, Schol. περαιωθῆναι; vgl. ἀνάπαλιν ἐπιχειρεῖ τὸν λόγον διανεῖν Phaedr. 264 a; u. ταῦτα μόγις διανενεύκαμεν Rep. IV, 441 c, wir haben es endlich überwunden.

Greek (Liddell-Scott)

διανέω: μέλλ. -νεύσομαι, διακολυμβῶ, κολυμβῶν διέρχομαι, ἐς Σαλαμῖνα Ἡρόδ. 8. 89, Αἰλ. π. Ζ. 3, 6. ΙΙ. μεταφ., διέρχομαι…, δ. πλῆθος λόγων Πλάτ. Παρμ. 137Α, πρβλ. Πολ. 441C· ἴδε ἐν λ. ὕπτιος Ι.

French (Bailly abrégé)

f. διανεύσομαι, etc.
1 traverser (la mer) à la nage : ἐς Σαλαμῖνα HDT jusqu’à Salamine;
2 traverser à la nage : ποταμόν ÉL un fleuve.
Étymologie: διά, νέω.