δύσεργος: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσεργος''': -ον, [[δυσκατέργαστος]], ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, [[λίαν]] [[δύσκολος]], Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, [[ὀκνηρός]], [[πρός]] τι Ἀππ. Συρ. 16· [[χεῖμα]] δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8.
|lstext='''δύσεργος''': -ον, [[δυσκατέργαστος]], ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, [[λίαν]] [[δύσκολος]], Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, [[ὀκνηρός]], [[πρός]] τι Ἀππ. Συρ. 16· [[χεῖμα]] δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;<br /><b>II.</b> impropre au travail, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> inhabile au travail, qui travaille avec peine;<br /><b>2</b> qui rend le travail difficile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεργος Medium diacritics: δύσεργος Low diacritics: δύσεργος Capitals: ΔΥΣΕΡΓΟΣ
Transliteration A: dýsergos Transliteration B: dysergos Transliteration C: dysergos Beta Code: du/sergos

English (LSJ)

ον,

   A hard to work, ὕλη Thphr.HP 5.1.1; λίθοι Paus.3.21.4; unfit to be worked, σίδηρος Plu.Lyc.9; hard to manage, ὁπλισμός Id.Flam.8; δ. χρῆσθαι Id.Tim.28; πόλις - οτέρα harder to besiege, Id.Nic.17.    2 hard to effect, difficult, Plb.28.8.3, Ph.1.272 (Sup.); πόλεμος App.Hisp.63 (Sup.); τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους - ότερον J.BJ5.12.1. Adv. -γως, κινηθῆναι Plu.Demetr. 43.    II Act., incapable of work, useless, πρός τι App.Syr.16; χεῖμα δ., hiems ignava, Bion Fr.15.5; idle, νωθρὸς καὶ δ. Plu.Alex.33.

German (Pape)

[Seite 679] 1) schwer zu bearbeiten, ὕλη Theophr.; schwer auszuführen, schwierig, εἰσβολή Pol. 28, 8; Plut. Symp. 4, 1, 3 neben παγχάλεπος. – 2) träg, unthätig; καὶ νωθρός Plut. Alex. 33; χεῖμα Bion. 6, 5; δυσέργως κινεῖσθαι Plut. Demetr. 43.

Greek (Liddell-Scott)

δύσεργος: -ον, δυσκατέργαστος, ὕλη Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 1, 1· λίθοι Παυσ. 3. 21, 4. 2) ὁ δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, λίαν δύσκολος, Πολύβ. 28. 8, 3. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, πρός τι Ἀππ. Συρ. 16· χεῖμα δ., hiems ignava, Βίων 6. 5· ― ἀκατάλληλος πρὸς ἐργασίαν, Πλούτ. Λυκούργ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. difficile à travailler ; qui donne de la peine, difficile;
II. impropre au travail, càd :
1 inhabile au travail, qui travaille avec peine;
2 qui rend le travail difficile.
Étymologie: δυσ-, ἔργον.